Ελληνική Εξωτερική Πολιτική
Του Νίκου Δήμου
Πρώτη δημοσίευση: ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ, 18/12/1996
Ο Βολταίρος έγραψε κάποτε ότι η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν ούτε Αγία ούτε Ρωμαϊκή ούτε Αυτοκρατορία.
Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική των τελευταίων χρόνων είναι κάτι παρόμοιο. Δεν είναι ούτε Ελληνική ούτε Εξωτερική ούτε Πολιτική.
Ουσιαστικά θα μπορούσα εδώ να σταματήσω. Όμως ίσως είναι ενδιαφέρον να δούμε γιατί δεν είναι όλα αυτά που επαγγέλλεται η ονομασία της.
Τι θα ήταν μια σωστή Ελληνική Εξωτερική Πολιτική;
- Θα ήταν Ελληνική γιατί θα πρόβαλλε προς τα έξω τις θέσεις, τη σκέψη, τη νοοτροπία – θα έλεγα την ουσία – αυτού του έθνους που λέγεται Ελλάδα. Αυτό προϋποθέτει μια ξεκαθαρισμένη εικόνα του ποιοι είμαστε και τι θέλουμε.
- Θα ήταν Εξωτερική γιατί θα αφορούσε τις σχέσεις μας με τον έξω κόσμο. Αυτό προϋποθέτει μία σωστή εικόνα του έξω κόσμου, σε σχέση βέβαια με εμάς. Αυτονόητο είναι επίσης ότι η εξωτερική πολιτική πρέπει να στρέφεται προς τα έξω και όχι προς τα μέσα. Πράγμα που η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει να κάνει από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου – μια και τα τελευταία χρόνια γίνεται αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση. Με λογική λαϊκισμού και φτηνά συνθήματα.
- Θα ήταν Πολιτική γιατί θα είχε μια γραμμή, μια μέθοδο και ένα στόχο. Θα ήταν προϊόν σκέψης και στρατηγικής απόφασης. Θα παρουσίαζε συνέπεια και συνέχεια. Αδύνατον όμως να συμβεί αυτό όταν δεν έχουν επιλυθεί οι δυο πρώτες προϋποθέσεις: η γνώση του εαυτού μας και των άλλων.
Τελικά αυτό που μας προέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες είναι μια πολιτική αυτοσχεδιαστική, ευκαιριακή, αλλοπρόσαλλη, που γίνεται σχεδόν αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση, που αντί για πολιτική σκέψη διαθέτει ρητορεία, πατριδοκαπηλία, φτηνό συναίσθημα και συνθηματολογία. Που, αντί να στηρίζεται στη ρεαλιστική γνώση του εαυτού μας και των άλλων, βασίζεται σε προκαταλήψεις και στερεότυπα, σε διακρίσεις (ενίοτε ρατσιστικές) και απωθήσεις. Που διαιρεί τους ξένους σε ανθέλληνες και φιλέλληνες και τρέφεται από θεωρίες συνωμοσίας και κατατρεγμού.
Αποκορύφωση αυτής της κατάστασης υπήρξε η παρουσία στο υπουργείο Εξωτερικών ενός νέου πολιτικού μειωμένης αντίληψης, αλλά άμετρης φιλοδοξίας, που οδήγησε την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική στο ναδίρ της αποτελεσματικότητάς της – και τη χώρα μας σε επικίνδυνες περιπέτειες.
Ας αναλύσουμε όμως λεπτομερειακά τους τρείς παράγοντες μιας σωστής εξωτερικής πολιτικής:
- Η σχέση με τον εαυτό μας. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε διεξοδικά το γιατί ο Νεοέλληνας βρίσκεται σε σύγχυση ταυτότητας. Το πρόβλημα ξεκίνησε μετά την απελευθέρωσή μας το 1821-1829. Ένας λαός που ζούσε ακόμα σε φεουδαρχική κοινωνική διάσταση βρέθηκε αντιμέτωπος:
α) με τη Δυτική Ευρώπη, που του ζητούσε να είναι Ευρωπαίος (χωρίς να έχει ζήσει κανένα από τα κινήματα που διαμόρφωσαν τη Δ.Ε) και
β) με τους Έλληνες και ξένους ελληνολάτρες, που του ζητούσαν να είναι Αρχαίος Έλλην. (Του έφτιαξαν και «αρχαιοελληνική» γλώσσα – «μαϊμού». Και ο λαός έγινε σαν την καθαρεύουσα: ψεύτικος, ψευδεπίγραφος).
Από τότε μας προέκυψε ένα πρόβλημα ταυτότητας σε διάσταση χώρου και χρόνου (Ευρώπη – Αρχαίοι).
Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται κι από την αδυναμία μας για κριτική θεώρηση του εαυτού μας. Κυκλοθυμικά κινούμαστε ανάμεσα στην υπερτίμηση και υποτίμηση. Πότε είμαστε ο εκλεκτός, περιούσιος λαός (που πρέπει να σιτίζεται δωρεάν στο διεθνές πρυτανείο) και πότε η άθλια Ψαροκώσταινα. Μας συνοδεύει το μόνιμο συναίσθημα του «ριγμένου» (κι ας είμαστε το μόνο κράτος της περιοχής που συνεχώς μεγαλώνει τα τελευταία 100 χρόνια).
Η εθνική μας ανασφάλεια ξεσπάει στις εθνικές υστερίες (περίπτωση Duroselle – η δήθεν «ανθελληνική» ιστορία που όλοι καταδίκασαν χωρίς να την έχουν διαβάσει)… Η ίδια ανασφάλεια οδηγεί στην εκδήλωση επιθετικότητας απέναντι σε ακίνδυνους στόχους (π.χ. Σκόπια).
Η αργοπορημένη αστικοποίηση και εκβιομηχάνιση δεν επέτρεψε ποτέ τη δημιουργία μας κοινωνίας πολιτών.
- Η σχέση μας με τους άλλους και ιδιαίτερα τη Δύση. Το Σχίσμα δεν ήταν μόνο εκκλησιαστικό. Ο αντιδυτικισμός στην Ελλάδα αρχίζει με τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά («κάλλιον φακιόλιον Τούρκου…») και συνεχίζεται έως τα σήμερα. Αρκεί να διαβάσει κανείς τον πρόλογο ενός ιστορικού μπεστ-σέλερ (Κυριάκος Σιμόπουλος: Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια) για να διαπιστώσει την τρέχουσα αντίληψη. Αρχίζει με τη φράση: «Ο Ελληνισμός αγωνίζεται επί δύο χιλιετίες σε ένα εχθρικό κόσμο» και συμπληρώνει «…αγωνίζεται ολομόναχος… οι άλλοι συνασπισμένοι και επιθετικοί, οι Έλληνες αποκομμένοι και πάντοτε σχεδόν αμυνόμενοι». Και συνεχίζει: «Και τώρα… ο Ελληνισμός αντιμετωπίζει τη χειρότερη δοκιμασία της ιστορίας του… απειλείται με ολοσχερή εκδυτικισμό. Οι χειρότεροι εχθροί των Ελλήνων δεν υπήρξαν οι αλλόθρησκοι Τούρκοι αλλά η Δύση…».
Γιατί όμως όλα αυτά; Διότι «οι Δυτικοί τρέφουν για μας ψυχοπαθολογικό συλλογικό μίσος», όπως είπε σε μία συνέντευξη ο Χρήστος Γιανναράς. Μας φθονούν και θέλουν να μας αφανίσουν.
Όσο κι αν οι θεωρίες αυτές φαίνονται ακραίες, είναι πολύ διαδεδομένες και επηρεάζουν ακόμη και την επίσημη στάση του κράτους. Ας μην ξεχνάμε πως με τέτοιες εννοιολογικές κατηγορίες λειτουργεί συχνά και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, όπως παλιότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πρόκειται τελικά για μία συναισθηματική, αφελή (και φυσικά λαϊκίστικη) θεώρηση της πολιτικής. Τα πάντα κινούνται με όρους διαπροσωπικούς. Μερικές φορές νομίζει κανείς πως το κύριο πρόβλημα είναι: Μας αγαπούν ή όχι; (το σύνδρομο του χαϊδεμένου παιδιού). Ο έξω κόσμος διαιρείται σε «φιλέλληνες» και «μισέλληνες».
Δύο τάσεις κυριαρχούν στην ελληνική ιστορία: οι εκσυγχρονιστές (ευρωπαϊστές: Καποδίστριας, Τρικούπης, Βενιζέλος, Καραμανλής) και οι αντιδυτικιστές (εθνοκεντρικοί, παραδοσιακοί, λαϊκιστές, νεοορθόδοξοι κ.λ.π). Οι τελευταίοι σήμερα αποτελούν ένα παράδοξο συνονθύλευμα από αριστερούς, σοσιαλιστές και ακροδεξιούς. Σημειώνεται τελευταία μια ενίσχυση των αντιδυτικών τάσεων. Η λέξη «ευρωπαϊστής» αναφέρεται ως ψόγος (υπήρξε και λόγος απόλυσης δημοσιογράφου!).
Αλλά ταυτόχρονα η Δύση παραμένει και το ουτοπικό πρότυπο. Δύο αντιφατικές τάσεις μέσα στη σχιζοφρενή ψυχή του Έλληνα: ξενοφοβία και ξενομανία. Πουθενά μία ήρεμη, ισορροπημένη σχέση.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν». Και ταυτόχρονα θεωρούμε τη Δύση το μοναδικό υπεύθυνο για όλα μας τα δεινά. Της φορτώνουμε τα πάντα. Βρισκόμαστε (τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια) σε μόνιμη αντιδικία μαζί της (υποσημειώσεις – αντιρρήσεις – επιφυλάξεις – σε πλήθος αποφάσεις της ΕΟΚ – Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ). Οι Η.Π.Α. έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση του Έλληνα ως αποδιοπομπαίος τράγος (οι περισσότερες διαδηλώσεις στην Αθήνα καταλήγουν στην Αμερικανική Πρεσβεία). Σήμερα στο ρόλο αυτό την ανταγωνίζεται και η Γερμανία.
Η Ελλάδα δεν μπόρεσε ποτέ να αξιοποιήσει τις συμμαχίες της γιατί ήταν… εναντίον. Άλλες χώρες (π.χ. της Ανατολικής Ευρώπης) παρακαλούν για να μπουν στην Ε.Ε και στο ΝΑΤΟ – αλλά η Ελλάδα τα περιφρονεί βαθύτατα και το μόνο που για χρόνια εισέφερε είναι αντιρρήσεις και διαφοροποιήσεις. Δεν αρνείται όμως να εισπράττει τις εισφορές. Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι οι περισσότεροι Έλληνες βλέπουν την Ε.Ε. ως αγελάδα για άρμεγμα.
Έχουμε λοιπόν μια εξωτερική πολιτική χωρίς έμμονους στόχους, αλλά με έμμονες ιδέες και συναισθηματικές αγκυλώσεις: π.χ. η ταύτισή μας με την εθνικιστική λογική των Σέρβων μας έφερε αντιμέτωπους με όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Πάσχουμε ακόμα από αδυναμία επικοινωνίας με τη Δύση. Μιλάμε διαφορετικές γλώσσες (εκείνοι ψυχρή, ορθολογική – εμείς συναισθηματική, παραπονιάρικη, αν όχι και υστερική). Αν θέλουμε να τους πείσουμε, πρέπει να τους μιλήσουμε στη γλώσσα τους – δεν μπορείς να υποχρεώσεις όλους τους άλλους να μάθουν τη δική σου.
Σχέση με τους γείτονες. Μας διακατέχει μόνιμη ανάγκη κατασκευής εχθρών και συμμάχων (ανάλογο σενάριο όπως φιλέλληνες και μισέλληνες). Ο από Βορρά κίνδυνος έγινε εξ Ανατολών, για να ξαναγίνει και από Βορρά. Εξαίρεση οι «αδελφοί» μας Σέρβοι (που παύουν να είναι αδελφοί όταν συμβεί έστω και αθλητικό επεισόδιο…). Αντί να ψάχνουμε τη συνεργασία με τους γείτονες, τους αντιμετωπίζουμε είτε πατερναλιστικά είτε ανταγωνιστικά. (Εγνατία – Αντιεγνατία ένα ενδιαφέρον παράδειγμα). Δογματισμός (η αρχή του «μη διαλόγου» με την Τουρκία. Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζει κανείς σήμερα ένα «μη διάλογο»;)
Είναι κοινοτυπία – αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια – αυτό που έχει λεχθεί για την πολιτική εμπλοκή μας στα Βαλκάνια: η Ελλάδα είχε τη μοναδική ευκαιρία να παίξει ηγετικό και ρυθμιστικό ρόλο στην περιοχή, να βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων και ταυτόχρονα να διεισδύσει οικονομικά και πολιτιστικά. (Είναι οι δύο επιρροές που μετράνε). Ήταν η ισχυρότερη χώρα – οικονομικά, αλλά και στρατιωτικά – η μόνη που ήταν μέλος της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ κ.λπ.
Αντί να βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων, η Ελλάδα έγινε μέρος του προβλήματος. Μετά από μερικά χρόνια καταφέραμε να έχουμε κακές σχέσεις με τρεις από τις τέσσερις όμορφες χώρες μας – και απλώς ουδέτερες με την τέταρτη.
Κορύφωση όλων αυτών των αδυναμιών υπήρξε το Μακεδονικό – ένα κατασκευασμένο ψευδοπρόβλημα. Μπερδέψαμε ένα γεωγραφικό όρο με ένα επιχείρημα «εθνικής συνέχειας» και κάναμε όλη την υφήλιο να απορεί. Εξαντλήσαμε τα αποθέματα υπομονής και καλής θέλησης των συμμάχων και εταίρων μας – και τελικά χάσαμε και τα λίγα που θα είχαμε εξασφαλίσει με μία ψύχραιμη αρχική ρύθμιση.
Σχέση με τις δικές μας μειονότητες: (Χαρακτηριστικά, ανήκουν στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εξωτερικών!). Ειδικευόμαστε και στην κατασκευή εσωτερικών εχθρών. Γκετοποίηση αντί για ενσωμάτωση. (16/11/1995 έπεσε η τελευταία μπάρα στον Εχίνο της Θράκης). Έωλη η δικαιολογία της αμοιβαιότητας (ελληνική μειονότητα Κωνσταντινουπόλεως. Μα, θέλουμε να είμαστε Τούρκοι; ) Ας αφήσουμε που μια αγροτική μειονότητα εκδιώκεται πολύ πιο δύσκολα (είναι δεμένη με τη γη της) από μία κοσμοπολίτικη αστική.
3. Η στρατηγική: Προϋποθέτει όχι συναίσθημα και αυτοσχεδιασμό, αλλά μακροχρόνιο προγραμματισμό, μέθοδο, στόχους, κ.λπ. Υπάρχει και οξύτατο πρόβλημα συνέχειας στην ελληνική πολιτική: εναλλαγή κομμάτων (αλλά και υπουργών) σημαίνει πλήρη αποδιάρθρωση υπηρεσιών, μέσων και στόχων. Χαμηλή στάθμη προσωπικού. Αυταρχική διοίκηση – αποφάσεις άνωθεν (σε επίπεδο πρωθυπουργού) χωρίς τεκμηρίωση ούτε ενημέρωση.
Και φυσικά το πρώτιστο για μια σωστή κατάστρωση στρατηγικής: αποσύνδεση της εξωτερικής από την εσωτερική πολιτική, υπερκομματική αντιμετώπιση των σοβαρών θεμάτων. (Υπερκομματική κι όχι πολυκομματική, όπως με το Μακεδονικό- όπου, στις συσκέψεις κορυφής, τα κόμματα ανταγωνίστηκαν σε λαϊκισμό!) Και επιτέλους: δημιουργικές προτάσεις και όχι στείρα άρνηση και συνεχής μεμψιμοιρία. (Στις 100 δηλώσεις του ΥΠΕΞ οι 99 είναι διαμαρτυρίες και αντιδράσεις…).
Δυστυχώς η εσωτερική διάσταση της εξωτερικής πολιτικής εξακολουθεί να υπερέχει και σε θέματα ιδιαίτερα ευαίσθητα. Πάρτε π.χ. το «ενιαίο αμυντικό δόγμα» για την Κύπρο. Έκανε κάποια στιγμή καλό στον υπουργό που το εξήγγειλε – δεν ξέρω πόσο καλό θα κάνει τελικά στην Κύπρο…
Καταλήγω λοιπόν λέγοντας πως η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική ήταν και παραμένει μία διαρκής άρνηση. Βολταιρικά, αρνείται ακόμα και την επωνυμία της.