Μεγάλα Έργα με μικρές ικανότητες και μεγάλες ψευδαισθήσεις


Του Εφιάλτη
Πρώτη δημοσίευση: ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ, 04/06/1997


Δεν περνάει μέρα τα τελευταία αυτά χρόνια χωρίς να ακούσουμε ή να διαβάσουμε κάτι για τα περίφημα μεγάλα έργα. Μεταξύ κακόγουστων αντεγκλήσεων για την απορρόφηση, την καθυστέρηση, την σκοπιμότητα, τα διαπλεκόμενα κ.λπ., γράφεται στην πραγματικότητα η ιστορία της ανικανότητας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας να συγκεντρώσει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την υλοποίηση έργων ευρύτερης κλίμακος από την ατομική. Με εξαίρεση τα έργα που εκτελούνται από ξένες εταιρείες, και που σ’αυτά προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ό,τι δυσκολία μπορούμε, κανένα άλλο έργο δεν μπορεί να προχωρήσει.
Και ως συνήθως βέβαια τα αίτια αναζητούνται στην αθέατη πλευρά της σελήνης. Στην ουσία αντικαταστήσαμε τις γλαφυρές δικαιολογίες περί τουρκοκρατίας, κουμουνιστών και αντίθετου άνεμου, με τη βολική απόδοση όλων των δεινών στην ανικανότητα των πολιτικών.
Φοβάμαι ότι έχουμε όλοι παρασυρθεί στην αποδοχή της ύπαρξης ενός Μανιχαϊστικού διαβόλου πίσω από καθετί που δεν προχωράει κατ’ ευχήν. Ποιανής ευχής όμως; Εδώ αρχίζω και χάνομαι στα μαθηματικά παράδοξα. Μονίμως ζητάμε και ευχόμαστε κάτι, χωρίς να υπολογίζουμε τις οριακές του συνέπειες. Σαν τον μαθητευόμενο μάγο. Πού έμαθε πως να κάνει να αναβλύζει το νερό, αλλά που και πνίγηκε γιατί δεν ήξερε πως να το σταματήσει.
Κάνουμε διεθνή διαγωνισμό για το Μουσείο της Ακρόπολης, και μετά ανακαλύπτουμε ότι δεν μπορούμε να το χτίσουμε. Είτε γιατί δεν μας αρέσει το σχέδιο που βραβεύτηκε είτε γιατί δεν θέλουν οι περίοικοι είτε γιατί βαριέται να λύσει τα διαδικαστικά προβλήματα ο υπουργός. Και περνάν τα χρόνια. Ζητάμε και παίρνουμε τα πακέτα με μεγάλο καμάρι και μετά ανακαλύπτουμε ότι ο Κλεισθένης κουτσαίνει, ο Σόλων βήχει, το Taxis πεθαίνει κ.ο.κ. Και χάνονται τα χρήματα. Ξεκινάμε να κάνουμε 2-3 φρεγάτες στα Ναυπηγεία μας, κάνουμε μία με το ζόρι, μας στοιχίζει δύο-τρεις φορές ακριβότερα από αυτές που μας δίναν οι Ολλανδοί, και κλείνουν και τα Ναυπηγεία. Γκράν σουξέ.
Ας μην το πολυψάξουμε. Οι δυνατότητες για μεγάλα έργα είναι μικρές λόγω περιορισμένων ικανοτήτων. Θα μπορούσαμε βέβαια να αναλύσουμε τι μας λείπει και να προσπαθήσουμε να το αποκτήσουμε. Έλα όμως που μας κατατρέχουν οι ψευδαισθήσεις και επιμένουμε να ”κλάνουμε πιο ψηλά απ’ τον κώλο μας” κατά πως λεν οι Γάλλοι.
Υπάρχει διάχυτα η εντύπωση ότι η χώρα διαθέτει πολλούς και αξιόλογους επιστήμονες, οι οποίοι μπορούν να στηρίξουν την οποιαδήποτε αναπτυξιακή ή μεγαλοσχήμονα ιδέα. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπάρχουν πράγματι πολλοί και καλοσπουδαγμένοι επιστήμονες οι οποίοι στην πλειοψηφία τους έχουν είτε μόνο ακαδημαϊκή εμπειρία και μόρφωση είτε στην καλύτερη περίπτωση, την πείρα από την εργασία τους σε μία επιχείρηση του εξωτερικού. Η απασχόληση των καθηγητών στη διοίκηση και την οικονομία είναι ελληνική πατέντα. Και το αποτέλεσμα μοιραία είναι φτωχό. Λόγω ακριβώς της έλλειψης σχετικής εμπειρίας και γνώσης. Όσο δε για την αξιοποίηση των επιστημόνων με εμπειρία σε διαστημικά προγράμματα, πυρηνικούς σταθμούς, αυτοκινητοβιομηχανίες, πυραύλους κ.λπ., η πιθανότητα να υπάρξει αντίστοιχο αντικείμενο στην Ελλάδα είναι κι αυτή μοιραία μικρή.
Το ζητούμενο, που λίγο λόγω άγνοιας και πολύ λόγω της κακώς εννοουμένης και ισοπεδωτικής δημοκρατικότητας παιδείας δεν αναζητείται, είναι η παραγωγή και απορρόφηση στις κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις, μιας επιστημονικής ελίτ προσανατολισμένης στις ανάγκες και αναπτυξιακές επιδιώξεις της χώρας.
Όταν ο Βασιλιάς- Ήλιος ζήτησε από τον Colbert να φτιάξει από το μηδέν έναν ισχυρό στόλο, ίσως να μην φαντάζονταν ότι το έργο αυτό θα δημιουργούσε μια θαυμαστή παράδοση στην σύλληψη και υλοποίηση μεγάλων πράγματι έργων σε εθνική κλίμακα. Airbus, Ariane, TGV, πυρηνικά εργοστάσια, πρόγραμμα πληροφορικής, μεγάλα μουσεία και βιβλιοθήκες, μινιτέλ (πολύ πριν και πιο επιτυχές από το Ίντερνετ), είναι μερικά παραδείγματα της γαλλικής παράδοσης στο θέμα αυτό. Και βέβαια δεν ήταν όλα επιτυχή. Το σημαντικό όμως είναι η ικανότητα της χώρας να συλλαμβάνει, να σχεδιάζει και να υλοποιεί ευρείας κλίμακας έργα. Και η ικανότητα αυτή εδράζεται στέραια σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που επιλέγει δημοκρατικά τα καλύτερα μυαλά του για να επανδρώσει τις ανάγκες της διοίκησης και της οικονομίας.
Και για να εξηγούμαι. Αυτό που με πρώτη προτεραιότητα θα ήθελα να δω, είναι όλη τη νεολαία των 18 με 20 ετών να μπαίνει στην ζωή μέσα από τις αίθουσες και τα προαύλια των πανεπιστημίων. Και όχι από την θύρα 7. Και πολύ καλά θα κάνει ο Χ υπουργός Παιδείας να το καταφέρει. Από εκεί κι ύστερα όμως θα πρέπει να έχει το θάρρος και την ειλικρίνεια να επιλέξει τους άριστους και να δημιουργήσει τις συνθήκες απορρόφησής τους εκεί που τους έχει ανάγκη η κοινωνία για να την οδηγήσουν προς τα μπρός.