Ο φόβος του βιβλιόφιλου μπροστά στον εκδοτικό πληθωρισμό


Της Σταυρούλας Παπασπύρου
Πρώτη δημοσίευση: ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ, 16/4/1997

Ο δημοσιογράφος που παρακολουθεί σήμερα το χώρο του βιβλίου νιώθει τον ίδιο τρόμο με τον τερματοφύλακα μπροστά στο πέναλτι. Βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα από εκείνη της προηγούμενης δεκαετίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του περιοδικού “Ιχνευτής”, την τελευταία πενταετία η βιβλιοπαραγωγή σχεδόν διπλασιάστηκε. Το 1995 κυκλοφόρησαν γύρω στους 5.000 τίτλους, ενώ οι εκδοτικές επιχειρήσεις ξεπέρασαν τις 500. Φτάσαμε στο σημείο κάθε εργάσιμη μέρα να εκδίδονται στη χώρα μας πέντε περίπου νέα βιβλία λογοτεχνίας (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θεατρικά έργα), ενώ, όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, από τον Ιανουάριο του ’90 ως το Δεκέμβριο του ’95 κυκλοφόρησαν 6.000 βιβλία από 4.000 Έλληνες συγγραφείς!
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι γίνονται ακόμα ισχυρότεροι, οι στήλες της κριτικής μετακομίζουν από τα λογοτεχνικά περιοδικά στις σελίδες των εφημερίδων, οι λογοτεχνικές εκδηλώσεις – από δημόσιες αναγνώσεις μέχρι κοσμικές συνάξεις σε πολυτελή ξενοδοχεία – γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι του λογοτεχνικού μάρκετινγκ. Το βιβλίο είναι πλέον όχι μόνο πολιτιστικό αλλά και καταναλωτικό αγαθό, ενώ η ιδιότητα του συγγραφέα αποκτά αίγλη. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων (πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί και τραγουδιστές) που διέπρεψαν σε άλλους τομείς, πανεπιστημιακών, δημοσιογραφικών, ηθοποιών και τραγουδιστών έκαναν τα τελευταία χρόνια εντυπωσιακές δημόσιες εμφανίσεις ως αυτοβιογραφούμενοι ή μυθιστοριογράφοι.

Στα γραφεία των οίκων που εκδίδουν συστηματικά ελληνική λογοτεχνία καταφθάνουν κάθε μέρα δεκάδες φάκελοι όχι πια με ποιήματα αλλά με ογκώδη πεζά, τα οποία σε άλλες εποχές θα αγνοούνταν επιδεικτικά τώρα όμως εκδίδονται χάρη στις ανάγκες της αγοράς και στην επιθυμία των εκδοτών να πολλαπλασιάσουν την παραγωγή τους. Σήμερα, τα περιθώρια να δημιουργούνται λογοτέχνες μέσα από τους μηχανισμούς δημοσίων σχέσεων είναι μεγαλύτερα και ο πόλεμος των εντυπώσεων αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Έχω στο νου μου τις λίστες με τα μπεστ σέλερ και τις διαφημίσεις των αλλεπάλληλων εκδόσεων για παράδειγμα. Μέσα στο γενικό κομφούζιο, ο καθένας μπορεί να καταρτίζει ελεύθερα έναν κατάλογο με τα εμπορικότερα βιβλία όλων των ειδών και όλων των κατηγοριών ανάκατα. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι τίτλοι που αναφέρονται στις λίστες έχουν ζήτηση. Το θέμα είναι με ποια μέθοδο καταρτίζονται αυτές, πόσο ενημερωμένα είναι τα βιβλιοπωλεία που δίνουν τις σχετικές πληροφορίες, με πόσους εκδοτικούς οίκους συναλλάσσονται και με τι όρους, τι εγγυήσεις υπάρχουν ότι τα στοιχεία που δίνουν είναι σωστά κ.ο.κ. Όσο για τις περιβόητες εκδόσεις (δηλαδή ανατυπώσεις), τι νόημα έχει η ταμπέλα 20ή έκδοση όταν κανείς δεν ξέρει πόσα αντίτυπα αντιστοιχούν στην κάθε μια;

Ο πολιτιστικός συντάκτης καλείται να επισημαίνει τα παραπάνω φαινόμενα και να μην παγιδεύεται μέσα σ’ αυτά. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο ρόλος του πολιτιστικού συντάκτη εξαντλείται στο να δίνει το ”παρών”στις λεγόμενες συνεντεύξεις Τύπου (όπου παραλαμβάνει καινούργια βιβλία μετά μεζέδων και δελτίων Τύπων που στη συνέχεια αναδημοσιεύει), να ενημερώνει τους αναγνώστες για τη λογοτεχνική ατζέντα της ημέρας και να δίνει το λόγο σε κάθε επώνυμο που δημοσιεύει βιβλίο. Φαινομενικά, η εξουσία του είναι μεγάλη. Αλλά τα φαινόμενα απατούν. Οι πιέσεις που δέχονται είναι πολλές και ποικίλες. Από το εύρος του χώρου που καλείται να καλύψει μέχρι τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα που δέχεται από τα γραφεία δημοσίων σχέσεων των εκδοτών. Και από τις προσωπικές φιλίες του αρχισυντάκτη του μέχρι τις οδηγίες του διαφημιστικού τμήματος στο έντυπο που εργάζεται. Ας μην ξεχνάμε ότι οι εκδότες διαθέτουν ένα σημαντικό κονδύλι του προϋπολογισμού τους στη διαφήμιση δεν εξαρτάται μόνο η βιωσιμότητα των λογοτεχνικών περιοδικών.
Πριν από δέκα περίπου χρόνια σπούδαζα ΜΜΕ σε μια χώρα όπου το φαινόμενο του εκδοτικού πληθωρισμού δεν ξάφνιαζε πλέον κανέναν: στη Γαλλία. Δύο μέρες την εβδομάδα ξεκοκάλιζα τα πολυσέλιδα ένθετα, τα αφιερωμένα στο βιβλίο, της Monde και της Liberation. Τι περιείχαν; Εκτενείς και προσπελάσιμες από το μέσο αναγνώστη κριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις, συνεντεύξεις με σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς (οι Γάλλοι ήταν μάλλον μειοψηφία), πορτρέτα κλασικών συγγραφέων, με αφορμή την επανέκδοση κάποιου έργου τους, ρεπορτάζ γύρω από τις λογοτεχνικές τάσεις αλλά και τις στρατηγικές των εκδοτών, αποστολές στο εξωτερικό και γνωριμία με συγγραφείς άλλων πολιτισμών, κι ακόμη, αρκετές σελίδες αφιερωμένες στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, τα κόμικς, τη μαζική λογοτεχνία κ.λπ. Διαβάζοντας τα παραπάνω ένθετα καταλάβαινα ότι υπήρχε μια μεγάλη ομάδα κριτικών και δημοσιογράφων από πίσω, η οποία λειτουργούσε συντονισμένα κι ήταν στραμμένη προς τα έξω, προς το κοινό, δεν απευθυνόταν δηλαδή σ’ ένα μικρόκοσμο προσπαθώντας να τηρήσει ισορροπίες ή να καλλιεργήσει δημόσιες σχέσεις. Αυτή ήταν η εντύπωσή μου τουλάχιστον.
Στην Ελλάδα έχουμε οργανωθεί κατάλληλα για να αντιμετωπίσουμε την καινούργια πραγματικότητα; Δεν νομίζω. Όμως, η βασισμένη σε ξένα πρότυπα έκδοση του ένθετου ”Βιβλία” από το ”Βήμα” είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι. Μακάρι να ακολουθήσουν κι άλλες εφημερίδες το παράδειγμά του.