Das Tor
Από τον Ανάχαρσις Γ’
Πρώτη δημοσίευση: ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ, 30/07/1997
Το βασικότερο, ίσως, πρόβλημα με την φασιστική τέχνη και αρχιτεκτονική είναι πως, όντας εντυπωσιακή, απευθύνεται σ’ένα μέρος, βαθιά μέσα στη ψυχή μας – ένα μέρος σκοτεινό και επιμελώς θαμένο – όπου ”συντονίζεται” με πεποιθήσεις, ιδεοληψίες, αρχέγονες μνήμες (ή, μάλλον ερμηνείες και αναγνώσεις τους – προϊόντα προπαγάνδας, ιστορικού ρεβιζιονισμού ή και απλοϊκής, πλην όμως επικίνδυνης, ”ανάλυσης”) που οδηγούν σε πολύ γνωστά μονοπάτια.
Σε αντίθεση με τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό (που στόχο είχε τον υποβιβασμό του ανθρώπου σε έσχατο ανταλλακτικό του μεγάλου Μηχανισμού της Ιστορίας, και, αντίστοιχα, την ανάδειξη του Κτιρίου σε μέτρο σύγκρισης που συντρίβει την ατομικότητα) η φασιστική τέχνη και αρχιτεκτονική ξεκινάει από αλλού: αντλώντας τα στοιχεία βάσης της από τον Ρομαντισμό (που με τη σειρά του αλιεύει την έμπνευση του από την κλασσική, περισσότερο την ελληνιστική και, κυρίως, την ρωμαϊκή αρχαιότητα) αναδεικνύει τον άνθρωπο-φορέα της ιδεολογίας σε ήρωα, του αποδίδει μυθικές διαστάσεις και τον ενδύει με φυλετικές/αρχετυπικές φόρμες που αντανακλούν την αρχή της ανωτερότητας της φυλής – και συνεπώς το ιστορικό της πεπρωμένο.
Το νεολληνικό κράτος, από την ίδρυσή του, άντλησε τα στοιχεία της ιστορικής του νομιμοποίησης από τους ”αρχαίους ημών προγόνους”. Η τάση αυτή είναι εμφανής ήδη από το δέκατο ένατο αιώνα: η πρώτη ”επίσημη” αρχιτεκτονική ”σχολή” υπήρξε ο νεοκλασσικισμός, ιδέα και εκτέλεση Γερμανών (Βαυαρών) ρομαντικών. Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων οφείλεται εν πολλοίς στον ρομαντικό ενθουσιασμό ενός Γάλλου βαρώνου. Η πρώτη ”ιστορική” αναστύλωση (αυτή της Κνωσσού) έγινε από έναν Άγγλο ευγενή/αρχαιοδίφη.
Όλες αυτές οι προσπάθειες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: επιχειρούσαν να μιμηθούν παλαιότερα πρότυπα σε περιβάλλοντα (κοινωνικά, πολιτισμικά, τεχνολογικά) ριζικά διαφοροποιημένα, με συνέπεια η αισθητική του αποτελέσματος να διαφέρει σημαντικά από το πρωτότυπο και η αρχική πρόθεση (όσο κι αν αυτή ήταν καλοπροαίρετη) να υποβαθμίζεται σε ”αναπαράσταση”, με άλλα λόγια σε ”αντιγραφή”. Στο δικό μας (ειλικρινέστερο) τέλος του εικοστού αιώνα αποκαλούμε ένα τέτοιο προϊόν (εφόσον παράγεται σήμερα) kitsch.
Στα μέσα του εικοστού αιώνα η σκυτάλη πέρασε σε άλλους χώρους και η αρχαιοπρέπεια εξελίχθηκε σε επίσημο πολιτικό/πολιτειακό επιχείρημα. Στην Ελλάδα (χωρίς να υπολογίζουμε τις Δελφικές Εορτές των ετών 1927 και 1930) έφθασε μέσω της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Οι εορτές/τελετές μύησης της Ε.Ο.Ν. άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην νεοελληνική αισθητική. Έκτοτε ”Σπαρτιάτες οπλίτες”, ”Βυζαντινοί στρατηγοί” και ”Οπλαρχηγοί του ’21” έκαναν την εμφάνισή τους – με αποκορύφωμα την Πολεμική Αρετή των Ελλήνων που οργάνωσε η δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Όσοι πίστεψαν ότι αυτή η ”αισθητική τάση” είχε παρακμάσει μετά την κατάρρευση και γελοιοποίηση της Χούντας, αισθάνθηκαν αμηχανία με την οργάνωση της ”φιέστας” των ”δίχρονων του ΠΑΣΟΚ” και των προεκλογικών συγκεντρώσεων του κόμματος – με την πλήρη ενορχήστρωση του πλήθους και τη χρήση της μνημειακής μουσικής του Karl Orff. Η φοβερή τους υποψία περί αναβίωσής της επιβεβαιώθηκε ακριβώς με την ανέγερση της Πύλης του Παναθηναϊκού Σταδίου για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου του 1997…
Η δομή βάσης του εγχειρήματος είναι σαφής: είμαι κληρονόμος του συγκεκριμένου πολιτιστικού προτύπου το οποίο και επαναφέρω προκειμένου να διατρανώσω/επιβεβαιώσω το δικαίωμα/αξίωσή μου. Η Πύλη επιδιώκει να στηρίξει ένα μόνον επιχείρημα – το εξής: είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων στα όλα μας, μαζί και στην αρχιτεκτονική, συνεπώς διακιούμεθα την Ολυμπιάδα του 2004. (Βέβαια, μετά απ’ αυτό, αν οι Αθάνατοι μας την προσφέρουν…)
Το πρόβλημα, όμως, των σχεδιαστών του έργου (αλλά και όσων το συνέλαβαν, το αποδέχθηκαν ή το νομιμοποίησαν) είναι πως δεν αντιλαμβάνονται (προφανώς) ότι κάτω από αυτή την (ούτως ή άλλως αυθαίρετη) πρόταση υπορρέει μια δεύτερη – η εξής: είμαστε ανίκανοι να αναπαραγάγουμε ένα αισθητικό αποτέλεσμα ισάξιο των Αρχαίων Ελλήνων, με αποτέλεσμα να αντιγράφουμε άκομψα και να ευτελίζουμε το προϊόν της σκέψης τους – και το έργο τους.
Αντί κονιάσματος κόντρα-πλακέ, αντί μαρμάρου πολυουραιθάνη, αντί πρωτότυπης γλυπτικής ξεπατίκωμα μιας ζωφόρου (η ιδέα της διπλής φρίζας είναι η μόνη πρωτοτυπία εδώ…), αντί γυμνών δούλων ημίγυμνοι γκασταρμπάϊτερς, αντί (έστω!..) αναπαραγωγής σε κλίμακα ένα-προς-ένα των πρωτοτύπων άμετρη μεγέθυνση. (Φανταστείτε τους κατοίκους αυτής της πόλης του έτους 4000 να προσπαθούν να αποδείξουν την πολιτιστική τους συνέχεια με τους Αθηναίους του 20ου αιώνα κατασκευάζοντας ένα αντίγραφο του Ζαππείου με μήκος μισό χιλιόμετρο και αντίστοιχο ύψος, κατασκευασμένο από [λέμε τώρα…] πολυμερή κεραμικά, πλαστικό ψευδοατσάλι και φουλερένια).
Όλα αυτά, όντας πομπώδη, μεγαλοπρεπή και κενά, ”γαργαλάνε” την λαϊκή ψυχή και την λαϊκή αισθητική. Το βασικότερο, όμως, πρόβλημά τους είναι πως είναι εντυπωσιακά, και ότι απευθύνονται σ’ένα σκοτεινό μέρος, επιμελώς θαμένο βαθειά μέσα στην ψυχή μας όπου συνδυάζονται με πεποιθήσεις, ερμηνείες και αναγνώσεις – προϊόντα προπαγάνδας, ιστορικού ρεβιζιονισμού ή και επικίνδυνης απλοϊκήε ”ανάλυσης” – που οδηγούν σε πολύ γνωστά μονοπάτια.