Εὐτάκτως ἐρριμμένα: Βασικά σημεία παρουσίασης του βιβλίου


Συμμετείχαν: Νίκος Λιναρδάτος, Αντώνης Παπαγιαννίδης, Τάσος Γιαννίτσης, Πάσχος Μανδραβέλης, Ντόρα Μπακογιάννη, Κατερίνα Δασκαλάκη

Το Μάρτιο του 2018, έγινε στον ΙΑΝΟ η παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Λιναρδάτου, καταστάλαγμα απόψεων και δημοσίων τοποθετήσεων του συγγραφέα, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Εὐτάκτως ἐρριμμένα».

Δίνουμε στη συνέχεια βασικά σημεία της παρουσίασης.

Αντώνης Παπαγιαννίδης:
Από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις (ένα περίεργο όνομα που δεν πρόκειται να επιχειρήσω να επεξηγήσω), καλώς ορίσατε. Είμαι εκ των υπευθύνων των Μεταμεσονυκτίων, είμαι και δημοσιογράφος και μου ζητήθηκε παρόλα αυτά να κάνω κάτι που λέγεται συντονισμός ότι ξεκινάμε σχεδόν ακριβώς στην ώρα μας, το οποίο είναι μια ελληνική πρωτοτυπία. Δύο εισαγωγικά λόγια και μόνο: Ως εκδότες έχουμε δύο μεγάλα ευχαριστώ να απευθύνουν προτού ξεκινήσει η διαδικασία, το ένα μεγάλο ευχαριστώ είναι στην Κατερίνα Δασκαλάκη, η οποία είναι η ουσιαστική υπεύθυνη του να ξεκινήσει η δουλειά, το άλλο στον συγγραφέα Νίκο Λιναρδάτο. Γιατί το βιβλίο του Λιναρδάτου; Γιατί αυτό το βιβλίο; Γιατί σήμερα; Και καταλήξαμε, επιτρέψτε μου να πω, στο ότι υπάρχουν τρία στοιχεία του βιβλίου, τα οποία είναι εντελώς ιδιαίτερα – στο 2018 πού είμαστε. Το ένα είναι η φιγούρα και το ύφος, το στίγμα μετριοπάθειας του Νίκου Λιναρδάτου που από παλιά διατρέχει τη δημόσια ζωή μας – όσο κι αν η δημόσια ζωή δεν πολυαρέσκεται στις μετριοπάθειες. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι πρόκειται για μια σειρά κειμένων. Τα κείμενα αποτελούν γραπτό, γραφή! Η γραφή του Λιναρδάτου αποδεικνύει για μας, κάτι πολύ σημαντικό. Ότι μπορεί κανείς να γράφει έντονα, θα μου επιτρέψει να πω ακόμα και επιθετικά, αλλά να γράφει συγκροτημένα, πολιτισμένα και στην αντιπαράθεση (μια λεπτομέρεια που είναι ουσιώδης), αλλά να γράφει ελληνικά. Γιατί τα γραπτά του Λιναρδάτου είναι ελληνικά . το οποίο επίσης αποτελεί κάτι το καινοτόμο για τη σημερινή ημέρα. ΄Έχει βέβαια την κακή συνήθεια να χρησιμοποιεί και αρχαία ρητά, παραπομπές σε αρχαίους συγγραφείς που, λόγω του ότι η σημερινή εποχή είναι αυτή που είναι, μας δυσκόλεψε λιγάκι ειδικά εκεί στις βαρείες, που μπορεί να έχει γίνει ένας χαμός. Τελευταίο και πολύ σοβαρό, και σταματώ εδώ. Το βιβλίο διαπνέεται από ένα πράγμα, η επίκληση του οποίου δεν είναι πολύ σύνηθες να γίνεται. Είναι η έννοια των αρχών. Όταν ακούς να επικαλούνται αρχές τη σημερινή εποχή, καλό είναι να κουμπώνεσαι! Στα κείμενα του Λιναρδάτου, τα οποία τρέχουν πάνω από 20 χρόνια πίσω, βλέπεις σταδιακά ότι την έννοια των αρχών την πιστεύει, την υπολήπτεται γνήσια. Οπότε κι αν ακόμα δεν μοιράζεσαι μαζί του όλες τις αρχές, σέβεσαι ότι είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να κινηθεί βάσει αρχών.

Νίκος Λιναρδάτος:
Καλημέρα σας και από εμέ. Κατ’ αρχάς να ζητήσω συγγνώμη που δεν θα ρητορεύσω, γιατί η ρητορική δεινότητα μου, που δεν υπήρξε ποτέ, με εγκατέλειψε. Θα διαβάσω. Πρώτα πρώτα λοιπόν να εκφράσω διάπυρες ευχαριστίες στη φίλη βουλευτή και πρώην υπουργό, κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, στον αποκαλυπτικό καθηγητή και πρώην υπουργό, κύριο Τάσο Γιαννίτση και στον τολμηρό πολιτικό και κοινωνικό αναλυτή, κύριον Πάσχο Μανδραβέλη . που θα πρωταγωνιστήσουν σε τούτην την παράσταση. Οι ευχαριστίες επεκτείνονται προς όλους εσάς που διαθέτετε τον πολύτιμο χρόνο σας για να παρακολουθήσετε την παρουσίαση ενός πρώτου (και μάλλον τελευταίου) βιβλίου γραμμένου από έναν υπερήλικο, μη συγγραφέα, συμπολίτη σας. Γιατί σε κάνα δυό χρόνια θα λεχθεί «ήταν πλήρης ημερών». Πράγματι, ημερών γεμάτων φως και ήλιο. Στην Κεφαλονιά και στην Αττική. Με τις ημέρες όμως εναλλάσσονται και οι νύχτες αδιαπέραστου σκότους. Διαβαθμισμένη η ένταση του φωτός και η μαυρίλα της νύχτας. Έτσι είναι η ζωή όλων μας, με βασική διαφορά στα ποσοστά και στην ένταση. Στα ποσοστά και την ένταση φωτός και σκότους. Μία αιτία της διαφορετικότητας των ανθρώπων . της ανομοιότητας–ανισότητας τους. Γι αυτό η έννοια που έχω του ανθρώπου ως πρωτεύον συστατικό της έχει την ατομικότητα, τη μοναδικότητά του. Ο καθένας μας ζει τη ζωή του μέσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις . και στο μούχρωμα, την ανάμειξη τους. Το επόμενο βήμα είναι η προσπάθεια του ατόμου να βάλει σε τάξη τα του βίου του. Έτσι κατέληξα στην ανακάλυψη του φιλελευθερισμού. Η κατάληξη –ισμός τον αδικεί . είναι παραπλανητική. Διότι δεν πρόκειται για ιδεολογία, δεν έχει καμία σχέση με ιδεολογίες και οράματα: φασισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός, ισλαμισμός και πολλά άλλα. Είναι κάτι χειροπιαστό. Για εμέ, είναι η αντίληψη μου για τη ζωή και τον κόσμο . my worldview . η δική μου Weltanschauung. Μοναχικός περιπατητής. Όλοι μας. Σε χώρους που συμβιώνουν μεγάλα πλήθη μοναχικών περιπατητών. Πορεύονται, άλλοι σε λεωφόρους, άλλοι σε σοκάκια. Είναι πιο σίγουρη η πορεία και ο περίπατος σε πολυσύχναστο χώρο παρά στο δάσος. Με την ανάθεση της αντιμετωπίσεως των προβλημάτων τους σε κοινή διαχείριση, ξαλαφρώνει το βάρος της επιβιώσεως. Προβλημάτων που είναι κοινά σε όλους και από τη λύση τους όλοι μπορούν να επωφελούνται. Είναι η ζωή σε μια κοινότητα. Η κοινωνική ζωή. Η δημοκρατική κοινωνία. Σε αυτό το αλισβερίσι πρέπει κυρίαρχη να είναι και πανταχού παρούσα η έννοια της δικαιοσύνης. Όλοι μας πρέπει, με όσο γίνεται λιγότερα εμπόδια, κυρίως από το κράτος και τα παρακλάδια του, να μπορούμε να σχεδιάσουμε, να διαμορφώσουμε τον τρόπο του βίου μας, με απόλυτην ελευθερία. Με ελεύθερη επιλογή και επαρκείς δυνατότητες–συχνότητα επιτυχίας. Ο καθένας, διαφορετική από του πλαϊνού του. Είναι μια από τις μεγάλες δυσκολίες της δημοκρατικής κοινωνίας. Με εξασφάλιση πάντως αξιοπρεπούς διαβιώσεως για όλους . και για τους απροσαρμόστους. Να το εκφράσω με άλλη διατύπωση. Αδιαπραγμάτευτος κανόνας του φιλελευθερισμού, της ελεύθερης κοινής συμβιώσεως, είναι η ιδέα της εύτακτης κοινωνίας (the well-ordered society, κατά την έκφραση του John Rawls, του μεγάλου φιλελεύθερου πολιτικού φιλοσόφου του περασμένου αιώνα). Της εύτακτης κοινωνίας, που δυστυχώς σήμερα δεν είναι η πατρίδα μας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται τα γραφτά του παρουσιαζόμενου βιβλίου. Κρίσεις και επικρίσεις. Με ορθοφροσύνη. Και κάπου κάπου με αγανάκτηση. Αυτά για να σας ανοίξω τη διάθεση να διαβάσετε αυτό το πόνημα, το «Εὐτάκτως ἐρριμμένα». Αναφορά και κρίσεις κυρίως για γεγονότα του αιώνα μας. Μην το αγνοήσετε (λέω ταπεινά). Στο κάτω κάτω, αν σας απογοητεύσει, μη διστάσετε να το πετάξετε στον κάλαθο των αχρήστων.Τελειώνω με την έκφραση εγκάρδιων ευχαριστιών. Σας ευχαριστώ όλους από την καρδιά μου. Αλλά κι ένα θερμότατο ευχαριστώ στην Κατερίνα Δασκαλάκη, στο ζεύγος Παπαγιαννίδη και την Αλεξάνδρα Παπαργυρίου για την ουσιαστική συμβολή τους στην παραγωγή ενός πρακτικά και αισθητικά καλού βιβλίου …και προσιτού. Ευχαριστώ.

Αντώνης Παπαγιαννίδης:
Οταν κανείς παραπέμπει στον Rawls και στην well-ordered society για να πείσει κάποιον ή κάποιους να διαβάσουν ένα βιβλίο – τυχαίνει υπό άλλη ιδιότητα, ως εκδόσεις Πόλις να είχα κουβεντιάσει τη σκοπιμότητα να βγει στα ελληνικά ο Rawls, και στην αρχή είχα πει «Θεέ μου αν κυκλοφορήσει κινδυνεύουν κάποιοι να επιχειρήσουν να το διαβάσουν και μετά τους κάνεις εχθρούς σου» – οι άκριες του φιλελευθερισμού, όπως τον διαβάζει και επιχειρεί να τον οδηγεί σαν καθοδήγηση της γραφίδας του ο Λιναρδάτος, από εκεί μέσα πηγάζουν. Θα παρακαλέσω πρώτα τον Τάσο Γιαννίτση να πάρει το λόγο, για τη δική του ανάγνωση.

Τάσος Γιαννίτσης:
Κυρίες και κύριοι, κατ’ αρχήν θέλω να ευχαριστήσω και τον κύριο Παπαγιαννίδη και τον κύριο Λιναρδάτο για την τιμή και τη χαρά, που μου έδωσαν, και το ενδιαφέρον, που μου έδωσαν, να διαβάσω και να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο. Ένα βιβλίο δεν είναι μόνο κείμενο. Και εγώ τον συγγραφέα, τον κύριο Λιναρδάτο, προσωπικά δεν τον ήξερα. Ή αν θέλετε τον ήξερα τόσο λίγο που είναι σαν να μην τον ήξερα. Συμπέσαμε για περίπου 50 μέρες στην Κυβέρνηση Καραμανλή υπό πολύ διαφορετικές ιδιότητες – Σεπτέμβριο με Οκτώβριο του 1974. Εγώ ήμουν διευθυντής του γραφείου της Νίκης Γουλανδρή, υφυπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών και ο κύριος Λιναρδάτος, υφυπουργός Τύπου . ή όπως λεγόταν. Το βιβλίο και το πρόσωπο του συγγραφέα είναι η παρουσία του σε διάφορους τομείς της ζωής του τόπου. Ένα με το οποίο ο συγγραφέας έχει ταυτίσει τον εαυτό του, την ιδεολογία του, τους αγώνες του, τα συναισθήματά του. Επομένως, μη γνωρίζοντας από πριν τον συγγραφέα, παρά μόνον στο ούτε καν ελάχιστο που ανέφερα, και με την περιορισμένη οπτική κάποιων κειμένων από το βιβλίο, θα προχωρήσω με μια αμηχανία μήπως παραβλέψω πτυχές που είναι έξω και όχι μέσα στο βιβλίο, διότι και αυτές οφείλει κανείς να τις λάβει υπόψη του. Τη συμβολή του, από διάφορες θέσεις, στη δημόσια ζωή του τόπου, οι άλλοι την ξέρουν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εγώ. Η κυρία Μπακογιάννη προφανώς ακόμα περισσότερο από άλλους, κι έτσι θα περιοριστώ στο ό,τι αποκόμισα από το βιβλίο και μόνο. Αποδέχθηκα την πρόταση που μου έκανε ο Αντώνης Παπαγιαννίδης έχοντας ήδη μια γενική θετική εικόνα από το διάβασμα παρεμβάσεων του κυρίου Λιναρδάτου σε διάφορα, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ κυρίως. Αλλά είναι άλλο να διαβάζεις ένα άρθρο κάθε τόσο και άλλο να διαβάσεις ένα σύνολο κειμένων και να ξέρεις ότι πρέπει να το βάλεις σε μια τάξη στο μυαλό σου, να το παρουσιάσεις κ.τ.λ.. Έχω μια σειρά από επισημάνσεις, τις οποίες έχω κατατάξει σε έξι, δύο και τρεις. Η πρώτη παρατήρηση μου σε έξι. Το είδος γραφής. Το πρόσωπο που γράφει έχει βάθος γνώσεων, διαβάζει αναρίθμητα βιβλία και αναλύσεις, από τη λογοτεχνία, ιστορία, ψυχολογία και μέχρι βεβαίως πολιτική και οικονομία και προσπαθεί να δέσει πολλά στοιχεία, απ όλον αυτόν τον πλούτο που είναι εμφανές ότι έχει, με τη δική του γραφή. Κι έτσι φτάνει σε ένα συνδυασμό θέσεων και αναλύσεων που συχνά πετυχαίνει να σε ξαφνιάσει κι αυτό κάνει τη γραφή του πολύ ενδιαφέρουσα. Συμφωνείς ή διαφωνείς, είναι διαφορετικό να διαβάζεις για ένα θέμα με όρους ορθολογισμού, επιχειρημάτων, ιστορικού βάθους και μιας συνολικότερης θέασης, από τις πρωτόγονες εμπαθείς κατευθυνόμενες ούτε καν σοβαροφανείς τοποθετήσεις που μας κοροϊδεύουν κατάφατσα. Σε ορισμένα κείμενα, όχι στα περισσότερα, έχει μια περίτεχνη γραφή που δεν ξέρω γιατί μου θύμισε Αντώνη Παπαγιαννίδη. Έντεχνα ελλειπτική, απόμακρη, δύστροπη, αλλά ουσιαστική. Θα παρατηρήσατε, παραδείγματος χάρη, τον ασυνήθιστο τίτλο «Εὐτάκτως ἐρριμμένα». Έξυπνο. Πού στο καλό τον σκέφτηκαν ο συγγραφέας ή ο εκδότης, σκέφτηκα όταν μου ήρθε. Σε μια συλλογή άρθρων με ευρύτατη θεματολογία και χρονική γένεση, θα περίμενε κανείς «ʾΑτάκτως ἐρριμμένα». Από την αρχή λοιπόν είχα την περιέργεια, αν θα ανακαλύψω την πηγή αυτού του «Εὐτάκτως» . και βέβαια την ανακάλυψα την απάντηση. γιατί είναι μια λέξη που βρήκα σε τουλάχιστον πέντε άρθρα, και ίσως να μου διέφυγε και κάτι. Δεύτερο σημείο, ενώ ο συγγραφέας έχει αναμφίβολα ιδεολογική-πολιτική τοποθέτηση και πολύ συχνά δίνει οπτικές που δείχνουν μια ευρύτερη πιο ευέλικτη θεώρηση . είναι από αυτούς που δεν διστάζουν να ασκήσουν κριτική σε πολιτικές και εξελίξεις ακόμα κι αν προέρχονται από το δικό του πολιτικό-ιδεολογικό χώρο. Στα κείμενά του, ο κύριος Λιναρδάτος έχει τόλμη και είναι εμφανής η αναζήτηση ισόρροπων και όχι προκατειλημμένων απαντήσεων. Το είπε ήδη ο Αντώνης Παπαγιαννίδης. Το βλέπει κανείς στα όσα γράφει για πάρα πολλά πράγματα, για την υποβάθμιση της Βουλής, για την Μέρκελ και τον Σόιμπλε, για το μεταναστευτικό, για τη βία στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τον όρο «κοινοτοπία του κακού» από το βιβλίο της Χάνα Άρεντ. Η ισορροπία κλονίζεται, κατά την άποψη μου φυσικά, όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και κόμματα και ιδίως με τρόπο, στον οποίο θα έρθω λίγο αργότερα. Τρίτο σημείο: Έχει τη συνείδηση της Ιστορίας. Όχι απλώς την ιστορική μνήμη, έχει την συνείδηση της Ιστορίας, που είναι κάτι διαφορετικό. Το αναφέρω εμφατικά και το θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό για κάποιον που εκφράζεται δημόσια και θέλει να έχει άποψη και για πολλά θέματα.Τέταρτη παρατήρηση: Έχει χιούμορ που μετράει πολύ θετικά, ακόμα και όταν διαφωνεί κανείς με την ουσία της τοποθέτησής του. Στοιχείο που δείχνει την ικανότητα ξανά να βλέπει τα πράγματα πιο ανοιχτά και με κριτική και αυτοκριτική διάθεση. Για παράδειγμα, να αναφέρω με τι χιούμορ συνδέει μια πολιτική περίοδο σε συνδυασμό με τη λέξη «ήπια». Όλα ήπια – ήπια εισοδηματική πολιτική, ήπια φορολογική πολιτική, ήπια στο ασφαλιστικό, ήπια έναντι των αναρχικών που τα κάνουν γυαλιά καρφιά, ήπια όλα, μόνο που από τη διάσπαρτη ηπιότητα ήρθαν όλα τα πάνω κάτω! Μετά την ηπιότητα και όλα αυτά, το στρίβει στην Κεφαλονιά και το Ληξούρι. Πέμπτη παρατήρηση: Σε ένα τόσο ευρύ φάσμα θεμάτων, θα ήταν πιστεύω λάθος να ψάχνει κανείς πού συμφωνεί και πού όχι, ή να μπει σε αποσπασματική συζήτηση για το ένα ή το άλλο. Προφανώς, σε όλα αυτά διαπιστώνει κανείς τα πάντα. Σύμπτωση απόψεων, διαφωνίες, ιδεολογικές, πολιτικές, λογικές, πραγματολογικές. Ένα κείμενο όμως έχει αξία ή ένα σύνολο κειμένων έχει αξία ακόμα κι αν διαφωνείς, ακόμα κι αν σου φέρνει το αίμα στο κεφάλι, ανεξάρτητα τώρα από το βιβλίο, αν σου δίνει το ερέθισμα να σκεφτείς κάτι ενδιαφέρον ακόμα και κάτι εντελώς άσχετο με το θέμα. Αυτό γίνεται πολύ συχνά και εδώ πάλι βρίσκεται το ενδιαφέρον πολλών κειμένων του. Έκτη παρατήρηση από τις έξι πρώτες: Ως καλός Κεφαλονίτης, έχει την τάση να κομπλεξάρει τους αναγνώστες του με αναρίθμητες αναφορές στην Κεφαλονιά, στο Ληξούρι, σε πρόσωπα του τόπου, σε συνήθειες. Το παραβλέπω πλέον συγκαταβατικά, γιατί με τόσα χρόνια το συνήθισα στους Κεφαλονίτες φίλους μου και έχω καταλήξει στο ότι σε αυτό είναι αδιόρθωτοι όλοι. Τώρα θα αναφερθώ σε δύο σημεία, που θα ήθελα να ζητήσω από τον συγγραφέα να τα ξανασκεφτεί, και μετά σε άλλα τρία στα οποία η διαφωνία μου μαζί του είναι χαοτική. Το πρώτο αφορά την αναφορά του στον Πωλ Πόρτερ, επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα το 1947. Κάνοντας σύγκριση με το σήμερα, αναφέρει ότι τα χρόνια εκείνα ο πολιτικός κόσμος προχώρησε σε σωτήρια υπέρβαση. Όμως o Πόρτερ, την εξόχως ενδιαφέρουσα έκθεση του οποίου έχει εκδώσει σε βιβλίο το 2006 ο Α. Παπαγιαννίδης, γράφει για τον τότε πολιτικό κόσμο: «Εδώ δεν υφίσταται κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Αντ’ αυτού υπάρχει μια χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους, που είναι τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, ώστε δεν έχουν το χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα». Γράφει κι άλλα χειρότερα. Ερώτημα μου: Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε και στην απώτερη ιστορία μας, την κατανόηση της εξέλιξής μας ως κοινωνίας μέχρι σήμερα; Θα ήθελα να συνδέσω αυτό το σημείο με ένα άλλο, το δεύτερο από τα δύο. Αναφερόμενος στην πρωτόγονη αντιπαράθεση Μνημονιακοί- Αντιμνημονιακοί, την ερμηνεύει αφ’ ενός ως μια ακόμα σύγκρουση μεταξύ Ανατολής-Δύσης στο χώρο της Ελλάδας, που είναι αγαπημένο ερμηνευτικό σχήμα πολλών και σοβαρών ερευνητών, και αφ’ ετέρου μεταξύ διεκδίκησης ποιότητας ζωής και μιζέριας. Στο δεύτερο θα συμφωνήσω, στο πρώτο όχι. Θεωρώ ότι με το σχήμα Ανατολή-Δύση, ιδεολογικοποιούμε τις μεγάλες ιστορικές αποτυχίες μας. Αυτοκαθοριζόμαστε μεν ως μισοί Ευρωπαίοι, αλλά και μισοί με ανατολικές καταβολές. Κάναμε την Ανατολή τίτλο ευγενείας και άλλοθι της αποτυχίας. Κοινωνίες χωρίς τον ελληνικό πολιτισμό, πολύ μακρύτερα από τα μειονεκτήματα της Ανατολής, πολύ μακρύτερα από το Διαφωτισμό και το ευρωπαϊκό πνεύμα, απ’ ό,τι οι οθωμανικές ή ανατολίτικες επαρχίες εδώ πέρα στα Βαλκάνια, και με ακόμα μεγαλύτερη απουσία αστικής τάξης, πέτυχαν. Εμείς κάθε τόσο αποτυγχάνουμε. Δεν μας εμποδίζει κανένας ιστορικός ντετερμινισμός, καμιά ανατολίτικη ιστορική καταβολή να πάμε κάπου καλύτερα. Άλλωστε η ορθή επισήμανση του ότι ακόμα κι έτσι η Ελλάδα βρίσκεται κάπου στην 30ή θέση της παγκόσμιας ανάπτυξης, δείχνει ότι, αν θέλαμε, θα μπορούσαμε να είμαστε ακόμα υψηλότερα, κι ας αφήσουμε την Ανατολή στην ησυχία της! Να πω ότι αναδεικνύοντας αυτά τα δύο σημεία που προανέφερα, που είναι απόλυτα οριακά στα κείμενα του, κατά κάποιον τρόπο τον αδικώ. Όμως η αναφορά αυτή εντάσσεται στα όσα είπα ότι έχει κανείς προεκτάσεις που προκαλούν τα ίδια τα κείμενά στη σκέψη . ακόμα και για θέματα που δεν είναι τόσο βαριά στην ανάλυση ενός συγγραφέα.Τώρα, στα άλλα τρία σημεία. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει δημόσιο πρόσωπο για το οποίο, είτε εξ αντικειμένου είτε λόγω αντίληψης του καθενός μας, να μη μπορεί να ασκηθεί κριτική. Είναι και υγεία για το πολίτευμα και τις συζητήσεις μας. Όμως η σχεδόν καθολική κριτική του στον Κώστα Σημίτη, εκτός του ότι ξεκίνησε την κωδικοποίηση διαφόρων κειμένων που αντανακλά και μια αντίληψη σε ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας, κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά άδικη. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, δεν έχει νόημα στην εκδήλωση αυτή. Θα αναφέρω όμως δύο ή τρία σημεία. Πρώτα στο ασφαλιστικό, όπου προσωπικά με αναφέρει με εξαιρετικά κολακευτικόν τρόπο. Κι εδώ πρέπει να σκεφτούμε ότι ο Σημίτης είχε το σθένος να το θέσει ενάντια στο κόμμα του, ενάντια στους συνδικαλιστές. Να θυμηθούμε τη λυσσαλέα αντίδραση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Και να εισπράξει ένα μεγάλο κόστος, καθώς ευρύτατα στρώματα στα λόγια μεν είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων, χωρίς όμως στην πράξη να δίνουν καμιά υποστήριξη στα εγχειρήματα. Μην έρθω στον πειρασμό να ρωτήσω πόσοι από σας εδώ ήσασταν στην οδό Σταδίου το 2001 στις διάφορες διαδηλώσεις (Ν.Μπαγογιάννη: Δεν ήμαστε.) — Εσύ δεν ήσουν, διότι φοβόσουν τον πατέρα σου και θα πω κάτι γι αυτό. Να θυμίσω λοιπόν ότι ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός είχε την αποφασιστικότητα να πάει ενάντια σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας για πολλά ζητήματα και τα ξεχνάμε – τις ταυτότητες, την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, την αλλαγή πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην Τουρκία που επέτρεψε την ένταξη της Κύπρου, τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας που άλλαξε ριζικά την εικόνα της Ελλάδας σε τέσσερα χρόνια. Να θυμίσω ότι άλλα πολιτικά πρόσωπα οπισθοχωρούν μόλις συμπληρωθούν πέντε μέρες απεργίας, αριθμητικά περιορισμένων ομάδων –καμία σχέση με τον όγκο της αντίδρασης τότε! — είτε είναι οι εργαζόμενοι καθαριότητας, είτε οι φαρμακοποιοί, τα ταξί, διάφοροι άλλοι, και το θεωρούμε εύλογο ότι δεν μπορούν να γίνονται έντονες συγκρούσεις στην κοινωνία. Να θυμίσω, για να μην παρεξηγηθώ, και τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για το ασφαλιστικό του 1992, παρ’ όλον ότι πρόθεση μου δε είναι να κάνω συγκρίσεις και να πω, επειδή με προκάλεσε η κυρία Μπακογιάννη, ότι ήταν ένας άνθρωπος, από τους ελαχίστους, που με πήραν τηλέφωνο τότε και μου είπαν «προχώρα, αν μπορέσεις προχώρα». Δεύτερο σημείο, σε ένα άρθρο του ο συγγραφέας εγκαλεί με υπονοούμενο τον τότε πρωθυπουργό, γιατί το 1999 το ΚΥΣΕΑ και ο ίδιος δεν υιοθέτησαν την πρόταση του τότε Υπουργού Εθνικής Άμυνας να προμηθευτεί η χώρα αεροπλάνα F-15 και κατευθύνθηκε ξανά στα F-16 που ήταν ο κορμός της πολεμικής μας αεροπορίας. Το άρθρο γράφτηκε το 2006 και αυτό έχει σημασία. Ισχύει το γνωστό: Πρόσεχε! Έτυχε, ως οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, τότε, να παρακολουθήσω από κοντά το θέμα, πάρα πολύ κοντά, θα σας πω, κι όσο θέλετε με εμπιστεύεστε. ευτυχώς που έγινε έτσι. Μια αντίθετη απόφαση θα ήταν καταστροφική για τη χώρα και τις ένοπλες δυνάμεις μας. Δεν έχω να πω κάτι άλλο σε αυτό. Το τρίτο σημείο, υποσημείο μάλλον γι αυτά, είναι ότι προφανώς μπορεί κανείς να έχει για οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο, και για τον Σημίτη, όποια άποψη θέλει. Υπάρχει ένα ερώτημα: γιατί για πρόσωπα σαν κι αυτόν –και αυτό δεν αφορά το συγγραφέα– τόση εμπάθεια στην κοινωνία, η οποία οδήγησε στο να καεί ένα σπίτι του, δύο φορές το γραφείο του και γιατί ένα άλλο πρόσωπο, ο Λουκάς Παπαδήμος, στον οποίο η χώρα οφείλει ότι συνέβαλε στην αποτροπή μιας καταστροφής το 2012, να είναι στόχος δολοφονικής επίθεσης και τόσου μίσους; Θυμόσαστε ότι το Μάιο του 2010, εδώ απέναντι ακριβώς, τρεις άνθρωποι δεν σκοτώθηκαν απλώς, δολοφονήθηκαν δια εμπρησμού, μέσα στα γραφεία τους την ώρα που δουλεύανε. Γιατί απορούμε σήμερα που το δηλητήριο αυτό κοντεύει να γίνει κανονικότητα στην πολιτική και καθημερινή μας ζωή; Για το ίδιο ερώτημα, επειδή ήξερα ότι θά’μαστε εδώ, αν και υπάρχουν σοβαρές διαφορές για το πλαίσιο και όλα αυτά, θα μπορούσε να διατυπωθεί και για τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να ζητήσω από τον κύριο Λιναρδάτο να σκεφθεί ο ίδιος τι άποψη θα είχε για όσα είπα, το τόσο ενδιαφέρον αλλά αόρατο πρόσωπο που τόσο συχνά αναφέρει, ο αγαπημένος του Νίκανδρος. Αυτό δεν είναι προς απάντηση, αλλά προς στοχασμό. Τα σημεία που μόλις προανέφερα μπορούν να εκληφθούν ως ένα είδος κριτικής, και είναι.
Τώρα θα στρέψω 180 μοίρες. Το 99,1% όσων θίγονται στις 445 σελίδες της έκδοσης, ακόμα και αυτά που ταξινομούνται ως Ευρώπη, Παιδεία, Πολιτισμός ή Κοινωνία, ουσιαστικά αφορούν την πολιτική και την οικονομία. Αξίζει όμως να αναφέρω το 0,9 % ή 5 σελίδες. Οι τρεις σελίδες είναι ένα άρθρο που έχει τον τίτλο «Πόλεμος και Πόλεμοι». Είναι συγκλονιστική η αφήγησή του, αλλά δεν έχω χρόνο να το εξηγήσω. Ο ίδιος καταλαβαίνει. Οι άλλες δύο σελίδες έχουν τον τίτλο «Η Σοφία της Ερασμίας». Είναι καταχωρημένες στην ενότητα Πολιτική. Μέγα σφάλμα. Νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι η κατακλείδα όλων των κειμένων. Αλλά κατανοώ ότι αυτό θα έφερνε στην προτελευταία θέση το κείμενο που αφορά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με τον οποίον ο συγγραφέας είχε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση και δεν θα το ήθελε αυτό. Και γιατί το είπα αυτό; Αναφέρεται αυτό το κείμενο των δυο σελίδων σε κάτι εντελώς διαφορετικό: Σε μία όμορφη Καθαρή Δευτέρα στους Πετανούς της Κεφαλονιάς. Διαβάζει κανείς ένα τσιγκούνικο άνοιγμα των πλούσιων συναισθημάτων και μιας κρυφής ευαισθησίας του συγγραφέα για την ομορφιά της απεραντοσύνης του Ιόνιου πελάγους, των χρωμάτων, της φύσης, της πολύ ανθρώπινης διάστασης, κυρίως όμως διαβάζει δέκα λέξεις, με τις οποίες απάντησε η Ερασμία μια ερώτηση του, δέκα λέξεις που συμπυκνώνουν μια βαθύτερη αντίληψη του κόσμου και που προφανώς ο Νίκος Λιναρδάτος ήξερε να τους δώσει το βάρος που τους άξιζε. «Δεν μπορείς να παίρνεις, όλο να παίρνεις. Κάποτε πρέπει και να δίνεις». Παράλληλα με το βιβλίο αυτό, έτυχε αυτές τις μέρες να διαβάζω το βιβλίο του John Williams για τον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο. Θα ολοκληρώσω λοιπόν με άλλες δέκα λέξεις που τις βρήκα εκεί και μου ήρθε ότι ταίριαζαν και για το βιβλίο και για όλους μας: «Το να κρίνουμε είναι εύκολο. Η γνώση είναι δύσκολη υπόθεση».

Αντώνης Παπαγιαννίδης:
Από μέρους του εκδότη, τον παρουσιαστή δεν τον ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή, ο συγγραφέας θα έχει το κλείσιμο, να ευχαριστήσω πολλαπλά τον Τάσο Γιαννίτση πρώτον (και μη το θεωρήσετε ρηχό) διότι διάβασε διονυχιστικά το βιβλίο. Στις παρουσιάσεις οι άνθρωποι τοποθετούνται προς το βιβλίο, διαβάζοντας το βιβλίο. Ο Τάσος Γιαννίτσης δείχνει να έχει ξεκοκαλίσει το βιβλίο, σε μια εποχή που ο κόσμος πολιτικό βιβλίο δεν διαβάζει εύκολα. Οπότε κατά κάποιον τρόπο ενθαρρύνει εμάς που πήραμε το ρίσκο της εκδόσεως – και δεν αναφέρομαι φυσικά στο οικονομικό ρίσκο, αλλά στο να ταυτιστείς με έναν συγγραφέα, ο οποίος δεν είναι ακριβώς στο μήκος κύματος που πρεσβεύεις εσύ ο ίδιος, οι ίδιοι οι εκδότες. Δεύτερον, γιατί αναδεικνύει κάτι εξαιρετικά σημαντικό – και αυτό ακούστε το όσοι το διαβάσατε, και όσοι δεν το αποκτήσετε βρείτε να το διαβάσετε. Ο Νίκος Λιναρδάτος προσπαθεί, με μια παλαιάς εποχής αλλά όχι παλαιοκαιρινή, ευρεία ανάγνωση του τι συμβαίνει και ποιο είναι το πολιτιστικό απόθεμα που κουβαλάμε, να καταλάβει τι συμβαίνει μπροστά του. Ενώ από ένα σημείο και πέρα είναι εμφανές ότι είναι actor, ότι είναι ενεργό πρόσωπο της δημόσιας ζωής, θέλει ταυτόχρονα και να έχει καταλάβει. Πολύ ξεχασμένη αρετή στη σημερινή περίοδο. Δεύτερον, κουβαλάει αυτό που ο Τάσος περιέγραψε ως συνείδηση της Ιστορίας και αυτό είναι σπάνιο ακόμα και στους δημόσιους άνδρες. Αλλά η συνείδηση της ιστορίας είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να οδηγήσει την πολιτική. Και δίνει γι’ αυτό το λόγο «υγιείς προεκτάσεις» στη σκέψη που ο καθένας την πάει εκεί που θέλει. Άκουσα την τοποθέτησή του για την εποχή Σημίτη και για τη φιγούρα του Κώστα Σημίτη και, επειδή διαθέτω μια αλλεργία προς τα χρόνια Σημίτη, να παρατηρήσω κάτι όμως, ότι ο κάθε δημόσιος άνδρας –που έχει ολοκληρώσει τη διαδρομή του – κρίνεται, αγαπητέ Τάσο, με τα standards που ίδιος καθιέρωσε. Ο Σημίτης, για καλό ή για κακό της Ελλάδας, έβαλε ψηλά σε πολλούς τομείς, όχι σε όλους, πολύ ψηλά standards. Με αυτά φοβούμαι ότι κρίνεται, όταν κρίνεται αυστηρά. Αυτό όμως είναι μια παρέκβαση. Τελευταία παρατήρηση, που είναι ένα παραλειπόμενο, σχεδόν δημοσιογραφικό. Στους συντελεστές του βιβλίου, πλην της Κατερίνας, που δέχθηκε ευχαριστίες και θα συνεχίσει να δέχεται — και στο τέλος θα την πείσω να πάρει το λόγο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο– πλην των εκδοτών, που αυτή όμως είναι η δουλειά τους, και της Αλεξάνδρας Παπαργυρίου, γιατί αν δεν υπήρχε η Κατερίνα το βιβλίο δεν θα είχε ξεκινήσει, αν δεν υπήρχε η Αλεξάνδρα δεν θα είχε τελειώσει, ο αφανής συντελεστής, ήταν εδώ και κυκλοφορούσε ανάμεσα σας, ήταν η μικρή Έλλη ηλικίας δύο ετών. H οποία κάποια στιγμή –και αναφέρομαι στη σειρά των κειμένων, στο πώς κατηγοριοποιήθηκαν– περνώντας η Έλλη σαν σίφουνας από τα χειρόγραφα, τα πέταξε όλα κάτω. Εκείνη τη στιγμή, αν κάποια ανώτερη δύναμη δεν τα είχε τακτοποιήσει σωστά, το βιβλίο μπορεί να μην ήταν τώρα έτοιμο! Η συνεργασία της Έλλης με το θείον επέτρεψε το βιβλίο να ολοκληρωθεί. Ίσως λοιπόν η μη σωστή τοποθέτηση ενός από τα κείμενα να οφείλεται σε αυτή την επιλογή και όχι στον ίδιο τον εκδότη. Και τώρα ο λόγος στον Πασχάλη Μανδραβέλη, αυτός είναι δημοσιογράφος. δηλαδή δεν είναι ακριβώς μόνον δημοσιογράφος…

Πάσχος Μανδραβέλης:
Είμαι ο μόνος μη πρώην υπουργός! Kαταρχάς δεν είναι μόνο ο Κώστας Σημίτης και τον Ανδρέα Παπανδρέου περνάει γενεές δεκατέσσερις το βιβλίο, και τον Γιώργο Παπανδρέου περνάει γενεές δεκατέσσερις και ήταν η έκπληξη στον πρόλογο του βιβλίου που λέει ότι το 2012 η πιο ευρωπαϊκή επιλογή που είχε ήταν να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και ψήφισε ή κάνω λάθος; (Ν.Λιναρδάτος: Εψήφισα ΠΑΣΟΚ στις τότε εκλογές). Ακριβώς. Αυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω για τη χαρά που μου δίνετε να είμαι εδώ, να ασχοληθώ ενδελεχώς με το βιβλίο, γιατί κι εγώ τα κείμενα του κυρίου Λιναρδάτου τα έψαχνα πότε στην ΕΣΤΙΑ (σπανίως να σας πω την αλήθεια) αλλά συχνά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ –έβλεπα Νίκος Λιναρδάτος και τα διάβαζα– και να ευχαριστήσω μάλιστα, διότι μαθαίνω και πολλές καινούργιες λέξεις. Το «Εὐτάκτως ἐρριμμένα» ήταν κάτι που για πολύ καιρό έψαχνα να βρω πιο ήταν το αντίθετο του «ʾΑτάκτως ἐρριμμένα».. «Τακτικώς ἐρριμμένα».; Ευχαριστώ, κύριε Λιναρδάτε, που μου το μάθατε κι ευχαριστώ για τη διονυχιστική ανάλυση του βιβλίου. Κι αυτό είναι ενδιαφέρον. Λοιπόν, εγώ δεν θα μιλήσω πολιτικά για το βιβλίο, απλώς θα πω για τα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση. Πρώτα απ’ όλα μου έκανε εντύπωση το χειρόγραφο του εξωφύλλου. Είχα καιρό να δω χειρόγραφο και είχα καιρό να δω χειρόγραφο με γράμματα και μάλιστα καλογραμμένα, με περισπωμένες και τα λοιπά. Και θα σας πω γιατί μου έκανε εντύπωση, γιατί παρακάτω στο βιβλίο έχει ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Το δεύτερο πράγμα που μου έκανε εντύπωση δεν ήταν η ποικιλία των θεμάτων, με τα οποία ασχολείται – πολιτική, θεσμοί, κοινωνία, οικονομία, ασφαλιστικό, συντεχνίες, απεργίες, Ευρώπη, παιδεία, πολιτισμός – αλλά η τεκμηρίωσή τους. Αναφέρθηκε πριν ο Τάσος Γιαννίτσης σε αυτό, αλλά πρέπει να σταθούμε λιγάκι στην τεκμηρίωση που κάνει. Στο βιβλίο αναφέρεται σε άρθρα, εκθέσεις δημόσιων οργανισμών, αναφορές σε άλλα άρθρα συναδέλφων μου, ομιλίες πολιτικών αλλά και στην Wikipedia. Το τελευταίο πρέπει να το προσέξουμε, διότι η Wikipedia δεν είναι απλώς μια ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια. αλλά είναι ένα εντελώς νέο φρούτο στη γνώση. Είναι μια συλλογική εγκυκλοπαίδεια που, παρά την εγκυρότητα της (έχει μετρηθεί από πολλές έρευνες), οι παλαιότεροι τη βλέπουν με καχυποψία. Και όμως, ο κύριος Λιναρδάτος,ο οποίος γράφει χειρόγραφα τα κείμενα του και τα στέλνει στον κ. Παπαγιαννίδη για να τον ταλαιπωρεί, τη χρησιμοποιεί χωρίς αναστολές . κάτι που δείχνει πόσο ζωντανό είναι το μυαλό του, πόσο ανοιχτός είναι στα καινούργια ρεύματα και στη νέα εποχή. Ο ίδιος έχει έναν εκτενή πρόλογο για την ζωή του και για την τυχαιότητα με την οποίαν έγινε πολιτικός . ή τέλος πάντων βρέθηκε σε κάποια πολιτική θέση. Aλλά πιο ενδιαφέρουσα εξομολόγηση είναι η εξής. Σε κάποιο άρθρο του αναφέρει: «Δεν είμαι ειδικός περί τα ανθρώπινα και κοινωνικά θέματα επιστήμων• ούτε δηλαδή ανθρωπολόγος, ούτε κοινωνιολόγος, ούτε ψυχολόγος.Απλώς, ως συνταξιούχος, έχω πολύν ελεύθερον χρόνο, έτσι υποχρεωτικώς σκέφτομαι. Δεν είμαι κοντολογίς επαγγελματίας στοχαστής. Ούτε δημοσιογράφος είμαι. Αν ανήκα σε αυτό το είδος θα μου ήταν εύκολο. Μια δόση Κέυνς• λίγη (ή περισσότερη) κακία• και απέραντη αυτοπεποίθηση, θα μου (μας) έδιναν την εξήγηση της σημερινής καχεξίας της ελληνικής κοινωνίας και την ενδεδειγμένη γιατρειά». Δεν είναι απλώς ένας «συνταξιούχος έχων πολύν ελεύθερο χρόνο». Διαβάζει και διαβάζει πολύ. Σελίδες παρελαύνουν, πέραν από τους αρχαίους κλασικούς, που είναι ένα must για όλους τους ανθρώπους των παλαιότερων από μας γενιών, βλέπουμε: Rawls, Μazower, Hayek,, Aldous Huxley, George Orwell,– ακόμα και συγγραφείς που ο ομιλών έμαθε από τα άρθρα του, όπως Paul Johnson “The Recovery of Freedom”, Runciman “Social Sciences and Political Theory” κ.τ.λ.Υπάρχει ακόμα και παράπονο για τα ελλείμματα της ελληνικής βιβλιογραφίας.Σε ένα άρθρο του, πρέπει να είναι του 2006, γράφει: «Είναι άραγε σύμπτωση ότι ένα μνημειώδες (ασχέτως αν συμφωνείς ή το απορρίπτεις) ιστορικό-φιλοσοφικό έργο, του οποίου εκυκλοφόρησε το 1918 ο πρώτος τόμoς και το 1922 ο δεύτερος, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό το 2003; Με μία καθυστέρηση λίγο μικρότερη του αιώνα;». Αναφέρεται στο έργο «Η παρακμή της δύσης» του Γερμανού φιλοσόφου Spengler. Τέλος, ανάμεσα στις πηγές υπάρχει και ένας Νίκανδρος Γ. Όπως γράφει «Είναι προσωπικό δεδομένο το επώνυμο! Είναι καλού φίλου από πολύ παλιά» . που δεν ξέρω αν υπάρχει ή αν είναι ο ίδιος που συζητά με τον εαυτό του. Αυτό ίσως να μας το αποκαλύψει. Τέλος πάντων, τα κείμενα δεν περιορίζονται στη σοφία των παλαιοτέρων. Αναφέρει κάπου ένα ρητό του Γκαίτε «Ποια κυβέρνηση είναι η καλύτερη; Εκείνη που μας μαθαίνει να κυβερνάμε τους εαυτούς μας». Ο Τζέφερσον το είχε πει καλύτερα: «Η κυβέρνηση που κυβερνά λιγότερο». Φιλελεύθερος ο Τζέφερσον.Μπορεί ο κύριος Λιναρδάτος να ακολουθεί τον χρυσό, και πολύ ξεχασμένο στο συνάφι μου κανόνα, ο οποίος είναι «πρώτα διαβάζουμε, και μετά γράφουμε». Αλλά τα κείμενα του βιβλίου δεν είναι αποστειρωμένα, δεν είναι προϊόντα ενός λόγιου που κάθεται στο γραφείο του και θεωρεί τον κόσμο. Ο κ. Λιναρδάτος δεν διαβάζει απλώς. Ζει την ελληνική πραγματικότητα και μετά γράφει. Γράφει στις 5 Απριλίου του 2008. Ήταν η εποχή της δανεικής ευημερίας που νομίζαμε ότι δεν θα τελειώσει ποτέ: «Καταχείμωνο στο Ληξούρι. Ολημερίς. Δευτέρα έως Σάββατο• και μερικές ώρες την Κυριακή. Ουρές στα ταμεία του σούπερ μάρκετ. Μόνον οι ντόπιοι. Ό,τι επιθυμήσει η καρδιά σου. Εφτά μάρκες malt ουίσκι. Η τοπική οικονομική παραγωγή ασήμαντη. Μυστήριο. Τα καφενεία ανοιχτά από το πρωί. Η χώρα μας πρέπει να έχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν αριθμό δημόσιων καρεκλών, πολυθρονών κ.ο.κ. Για να καθόμαστε. Να κουβεντιάζουμε. Να τρώμε. Να πίνουμε. Να φουμάρουμε. Dolce far niente• το κλέψαμε των Ιταλών!». Να θυμηθούμε ότι εκείνη ήταν η εποχή που όλοι, και δη οι αριστεροί, μιλούσαν για την εκτεταμένη φτώχεια στη χώρα. Που γίνονταν διαδηλώσεις με ένα κουλούρι στο χέρι, που μιλούσαμε για αυξήσεις ίσες με μια τυρόπιτα ημερησίως. Ήταν λίγες τότε. Τότε που τα κανάλια κλαίγονταν ολημερίς και ολονυχτίς για τη σύνταξη του παππούλη και το κομπόδεμα της γιαγιάκας. κ.τ.λ. Συνεχίζει ο κ. Λιναρδάτος:«Λίγοι είναι αναίσθητοι μπροστά στη φτώχεια. Άλλο όμως η εκμετάλλευσή της• πολιτική ή οποιαδήποτε άλλη. Δεν υπάρχει στη χώρα μας η κατάσταση δραματικής φτώχειας που υπάρχει αλλού. Ας μην υπερβάλλουμε λοιπόν. Ας προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε νηφάλια, με νηφάλια γλώσσα. Ας χαρούμε αυτά που έχουμε. Αυτά που μας δίνει το καπιταλιστικό μισοφιλελεύθερο σύστημά μας, η ελλιπής δημοκρατία μας. Από την ίδια αφετηρία εξεκινήσαμε εδώ και 50-60 χρόνια με όλους τους γείτονες. Πού είναι σήμερα οι Αλβανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι; Πού είμαστε εμείς! Σύγκριση με την Κούβα. Το όραμα των αριστερών. Του κ. Παπανδρέου “επ’ εσχάτων” . που λόγω δημοσκοπήσεων έχει χάσει την ψυχραιμία του. Το όραμα του κράτους «μπαμπάς και μαμά». Εκεί σήμερα (εννοεί στην Κούβα) το μέσο μηνιαίο εισόδημα του εργάτη είναι ισότιμο με 11,50 ευρώ. Εδώ το κατώτατο αντίστοιχο ποσό είναι πάνω από 600 ευρώ. Ας αφήσουμε λοιπόν τις υποκρισίες». Άλλο ένα πρόβλημά μας. Ως πότε; «Αν θέλουμε να διατηρήσουμε αυτά που έχουμε (…και τη σύνταξη), πρέπει να μάθουμε από την αρχή τι σημαίνει δουλειά. Να ξαναρχίσουμε να δουλεύουμε. Όχι σκληρά όπως οι πατεράδες μας στα χωράφια και στις φάμπρικες. Δεν νοείται όμως να είσαι εικοσάρης και να ρυθμίζεις τη ζωή σου με το τι σύνταξη θα πάρεις σε σαράντα χρόνια. Να αποβάλουμε τη νοοτροπία του «έδεσα τον γάιδαρό μου». Να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει. Να δημιουργήσει. Να αναζητήσει. Να τολμήσει. Να κυνηγήσει ιδέες που μας ξεγλιστρούν. Να δούμε λίγο τη ζωή σαν περιπέτεια». Πριν από αυτό όμως, το 2004, o κ. Λιναρδάτος αναφέρει για το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας και έχει μερικούς δείκτες: Η αξία των εξαγωγών της Ελλάδος, μιας χώρας με πληθυσμό 10.976.000 κατοίκων, ήταν 12,6 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι εισαγωγών αξίας 33,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δηλαδή σχέση 1 προς 2.69. Ακολουθούν αντίστοιχα στοιχεία έξι ανάλογου πληθυσμού ευρωπαϊκών χωρών:
– Βέλγιο Σχέση 1 προς 0,94 (περισσότερες οι εξαγωγές από τις εισαγωγές)
– Τσεχική Δημοκρατία Σχέση 1 προς 1,10.
– Πορτογαλία 1 προς 1,57.
– Ουγγαρία 1 προς 1,08.

Να μη συνεχίσω. Αυτά 4 Μαρτίου του 2004. Και να ξαναθυμίσουμε ότι η σχέση εξαγωγών/εισαγωγών στην Ελλάδα είναι 1 προς 2,69. Το 2008 σκάει η Lehman Brothers και αρχίζει να καλπάζει η παγκόσμια κρίση. Ήταν τότε που εμείς πιστεύαμε ότι αυτά είναι προβλήματα των κουτόφραγκων κι εμείς δεν κινδυνεύαμε, διότι η οικονομία μας είναι θωρακισμένη Αυτό μας έλεγε η κυβέρνηση, αυτό μας έλεγαν και τα κανάλια. Ο κύριος Λιναρδάτος όμως, στις 6 Δεκεμβρίου 2008, δημοσιεύει το άρθρο “Η παγκόσμια κρίση και η Ελλάς”. Ξεκινά από τη διαπίστωση του Mark Mazower, ο οποίος γράφει για την κρίση του ‘32: «Η παγκόσμια κρίση δεν καταδίκαζε την Ελλάδα στην παρατεταμένη ύφεση, αλλά, απεναντίας, της άνοιγε νέες διεξόδους και την έφερνε αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Η υποτίμηση του νομίσματος, η καλή γεωργική επίδοση και η εντυπωσιακή βιομηχανική επένδυση, όλα αυτά μαζί πρόσφεραν ένα υπόδειγμα για το πώς μπορούσε να υπάρχει, μετά το 1932, ανάκαμψη στον υπανάπτυκτο κόσμο, με οδηγό την αγορά και στηριγμένη στην εγχώρια οικονομία». Πέρασαν έκτοτε –γράφει ο κ. Λιναρδάτος– ογδόντα χρόνια…Ογδόντα χρόνια λοιπόν μετά, γράφει το 2008 ο κύριος Λιναρδάτος (μιλάμε την εποχή που ήμασταν στα μπουζούκια): «Μήπως η παρούσα κρίση αποτελεί, παράλληλα με την αγωνιώδη αναζήτηση τρόπων αντιμετωπίσεως της, και μία ευκαιρία; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα πλήξει επώδυνα πολλούς συμπολίτες μας. Κύρια ασφαλώς προσπάθεια της κυβερνήσεως πρέπει να είναι να κάμει την αγωνία τους όσο γίνεται πιο ελαφρά• υποφερτή. Μήπως όμως αποτελεί και ευκαιρία; Να αρχίσει η χώρα να παράγει κάτι; Να δημιουργηθεί πραγματικά οικονομική δραστηριότητα; Εθνική οικονομία! Όπως το 1929-1932 (κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου) να βγούμε από την κρίση με κάποιο όφελος. Να αποκτήσουμε μια διαφορετική αντίληψη του ρόλου της κυβερνήσεως. Να καταργηθούν τα πολλά προνόμια πολλών ομάδων, λίγων ατόμων, προς όφελος των πολλών πολιτών. Για μια δίκαιη κοινωνία». Και κάτι τελευταίο. Γράφει: «Πρόσφατο φύλλο σοβαρής εφημερίδας (Ελπίζω δεν ήταν η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ) δημοσιεύει φωτογραφία έρημου νυχτερινού αθηναϊκού δρόμου (το 2008 αυτά). Και η λεζάντα: «Σε καιρούς κρίσεως οι βραδινές έξοδοι… σε πίστες και μουσικές σκηνές μοιραία περιορίζονται… η κατάσταση στα σημερινά κέντρα έχει επιδεινωθεί. … Ίσως είναι ευκαιρία η νύχτα να δει επί τέλους … άσπρη μέρα». Άσπρη μέρα να δει επί τέλους η κοινωνία μας• λέω εγώ. Να απαλλαγεί από τη γοητεία της Ανατολής του κλαψουρίσματος• της κακομοιριάς των σκυλάδικων• της χαύνωσης των ρεμπέτικων• της αντιαισθητικής ζεϊμπεκιάς (στο τελευταίο διαφωνώ κι εγώ). Απαλλαγή από αυτά σημαίνει είσοδο σε έναν κόσμο αισιοδοξίας. Κέφι για δημιουργία και δουλειά. Στροφή προς την πνευματική περιπέτεια. Κυριολεκτικά και συμβολικά». Έχει και αρκετά σημεία για το ασφαλιστικό και βεβαίως περιλαμβάνει κι εμάς τους δημοσιογράφους, που τότε είχαμε το αγγελιόσημο, τους δικηγόρους, συμβολαιογράφους κ.α. Θα τελειώσω λέγοντας ένα που εγώ το θεωρώ ότι είναι το σημαντικότερο, που χαρακτηρίζει την Ελλάδα και γράφτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2008. Και αναφέρει για την ελληνική κοινωνία: «Αποτελούμε ένα σύνολο ατόμων, κανένα από τα οποία δεν είναι πρόθυμο, δεν είναι διατεθειμένο να δώσει, να συνεισφέρει• για το κοινό καλό. Ούτε αυτό που επιβάλλουν οι ανάγκες της κοινής διαβιώσεως. Να ενεργήσει μέσα στο πλαίσιο συμφωνημένων κανόνων συμπεριφοράς. Όλοι προσπαθούν και έχουν καταφέρει να απομυζούν μεγάλο κομμάτι του οικονομικού προϊόντος της χώρας. Ο ένας από τον άλλον. Όλα τα κοινωνικά στρώματα• όλες οι κοινωνικές ομάδες• όλα τα άτομα. Χωρίς ηθικές αναστολές. Αλληλοτρωγόμαστε. Στην κυριολεξία»

Αντώνης Παπαγιαννίδης
Ευχαριστώ τον Πασχάλη, τον ευχαριστείτε και εσείς, γιατί είχατε μια γρήγορη γεύση του βιβλίου, με μια επιλογή η οποία είναι αρκετά ευρεία. Μην παραλείψετε να διαβάσετε το βιβλίο μολαταύτα . είναι 400 και κάτι σελίδες! Αλλά τον ευχαριστώ επίσης για το γεγονός ότι ανέδειξε την τάση, την οποία έχει ο Λιναρδάτος, να μας βγάζει από την τρέχουσα επικαιρότητα και τα πράγματα, τα οποία εύκολα λέμε – «φτώχεια επικρατεί στην Ελλάδα» – και τα οποία εύκολα ενσωματώνουμε στην πολιτική μας λογική. Για παράδειγμα, ότι η Ελλάδα ξεχνάμε πόσο βρέθηκε μπροστά από την κοντινή της γειτονιά και από τη μακρότερη γειτονιά της. Και τώρα, η Ντόρα..

Ντόρα Μπακογιάννη
Καλημέρα και από μένα.Ζήτησα να μιλήσω τελευταία επειδή έχω απίστευτο τρακ. Και έχω απίστευτο τρακ, διότι φαντάζεστε όταν ένας άνθρωπος σαν τον Τάσο Γιαννίτση λέει ότι η άποψη μου για το ασφαλιστικό ως Δημάρχου Αθηναίων οφείλεται στο ότι φοβόμουνα τον μπαμπά μου, αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει να παρουσιάζεις ένα βιβλίο από έναν άνθρωπο, τον οποίον τον γνώρισες 20 ετών, τον οποίον θαύμαζες από 20 ετών, και ο οποίος σ’ αυτή τη μακρά πορεία δεν σε απογοήτευσε ποτέ. Και αυτός είναι ο Νίκος Λιναρδάτος. και η Μάρω, αλλά για τη Μάρω θα πω λίγα λόγια στο τέλος. Ο Νίκος Λιναρδάτος είναι ένας άνθρωπος απίστευτα ψύχραιμος. Είναι ένας άνθρωπος με απίστευτα καθαρό μυαλό. Έχει ελαττώματα, είναι Κεφαλονίτης και δεν μπορεί ποτέ να ισορροπήσει το Ληξούρι με το Αργοστόλι. Αυτό είναι βέβαιο . και όπως και ο Τάσος είπε, το έχουμε παραδεχτεί, το έχουμε αποδειχτεί και δεν κάνουμε περαιτέρω συζήτηση επ’ αυτού του θέματος. Αλλά για όλα τα άλλα, έχεις τη δυνατότητα να συζητήσεις μαζί του. Τον γνώρισα ως έναν άνθρωπο, ο οποίος πολέμησε τη Χούντα, έναν άνθρωπο ο οποίος ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την έλλειψη της ελευθερίας. Tον γνώρισα ως φίλο του Παύλου Μπακογιάννη και από κει και πέρα στην πορεία είχα την ευκαιρία να δω τον Νίκο Λιναρδάτο και στη διαχείριση της εξουσίας, διότι διαχειρίστηκε εξουσία, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο πολιτευόταν να ξεχωρίζει. Και το λέω διότι πραγματικά ήθελα πολλά χρόνια να το πω. Είναι πάρα πολύ λίγοι οι άνθρωποι, οι οποίοι ασχολούνται με τα κοινά, ξεκινούν από μια συγκεκριμένη στιγμή, και 40 χρόνια μετά, τους φίλους τους, τους ανθρώπους που τους πίστεψαν, δεν τους έχουνε διαψεύσει σε τίποτα, διότι τήρησαν τις αρχές τους. Έρχομαι λοιπόν τώρα στο βιβλίο, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να πω τα υπόλοιπα κατά τον ίδιο τρόπο. Όταν το έφερε το βιβλίο του ο Νίκος, βρήκα ένα ιδιόχειρο σημείωμα που έγραφε corpus delicti, το σώμα του εγκλήματος. Το σώμα του εγκλήματος που τέλεσε ο Νίκος Λιναρδάτος. Είναι πραγματικά άρθρα 25 χρόνων. 25 χρόνια παρακολουθεί την ελληνική πολιτική ζωή και έχει άποψη. Aπό το πώς ξεκίνησε από την Κεφαλονιά για να καταξιωθεί στη συνείδηση, τουλάχιστον τη δική μας, ως μια μεγάλη πολιτική προσωπικότητα. Σήμερα λοιπόν σε αυτά τα κείμενα δεν διαβάζετε μόνον αυτά που σας είπε ο Τάσος ή αυτά που σας είπε ο Πάσχος, αλλά έχετε τη δυνατότητα να δείτε την πορεία της ελληνικής σύγχρονης ιστορίας και να σκεφτείτε. να σκεφτείτε τα σωστά και τα λάθη, να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε. Εν πάση περιπτώσει, σίγουρα να προβληματιστείτε για το μέλλον και να γίνει μια προσπάθεια να σκεφτείτε καθαρά μέσα στην θολούρα των τελευταίων καιρών, όπως εύστοχα αναγράφεται στο εξώφυλλο. Σχετικά λοιπόν με το βιβλίο, εγώ σημείωσα τρεις παρατηρήσεις. Πρώτη παρατήρηση: Διαβάζοντας το κείμενο πολλές φορές, οι περισσότεροι από σας θα πείτε: “Δίκιο έχεις, Νίκο”. Και καταλήγω σ αυτό το συμπέρασμα, διότι ο Νίκος έχει πάντα μια διεισδυτική ματιά στα δημόσια πράγματα. Γράφει για αρχές και κανόνες και όχι για έννοιες αφηρημένες ή διασταλτικές. Το κυριότερο είναι ότι προσεγγίζει τον φιλελευθερισμό σαν μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς και όχι απλά, όπως είπε και ο ίδιος, σαν μια κάποια ιδεολογία. Συμφωνώ απολύτως. Ο φιλελευθερισμός ταυτίζεται –και δικαίως– με τις πολιτικές που επικεντρώνονται στο άτομο, στο δικαίωμα του στην ελευθερία και πάνω απ’ όλα στην ευθύνη του. Αυτό σημαίνει ότι η φιλελεύθερη πολιτική έχει βεβαίως –κόντρα σε αυτό που πολλοί σε αυτήν τη χώρα πιστεύουν– κοινωνική διάσταση. Οι πολίτες να είναι ελεύθεροι να εκπληρώσουν το σχέδιο της ζωής τους. Με αφορμή το βιβλίο του Νίκου, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο φιλελευθερισμός συχνά αμφισβητείται για τον ένα και μόνο λόγο. Εξαιτίας της άγνοιας που υπάρχει για το πραγματικό περιεχόμενο του. Και δυστυχώς η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός βασίζεται σε δύο πυλώνες. Και τον πολιτικό και τον οικονομικό. Ο ένας πυλώνας όμως προϋποθέτει, αλλά και τροφοδοτεί συγχρόνως τον άλλον. Η πολιτική ελευθερία, οι θεσμοί, το κράτος δικαίου επιτρέπουν στην οικονομική ελευθερία να ανθήσει. Αλλά και η τελευταία ενισχύει με τη σειρά της την πολιτική ελευθερία. Έτσι, οι δύο πυλώνες είναι αλληλένδετοι. Και πράγματι, οι χώρες που εμφανίζουν σήμερα τα μεγαλύτερα επίπεδα ευημερίας είναι εκείνες που εξασφαλίζουν στους πολίτες τους τη μεγαλύτερη πολιτική, κοινωνική και οικονομική ελευθερία. Kαι αυτό περιγράφει με επιτυχία ο Νίκος. Βεβαίως, κανείς σώφρων δεν υποστηρίζει ότι μια φιλελεύθερη κοινωνία αποτελεί τον παράδεισο επί της γης. Σίγουρα έχει προβλήματα. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί κατ’ αρχάς μια κοινωνία ελευθερίας, προόδου και ευημερίας. Πάντως σας συνιστώ να διαβάσετε το κείμενο με τίτλο «Τι είναι μια καλή κοινωνία». Εκεί ο συγγραφέας κωδικοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και το δημόσιο χώρο, προκειμένου να θεραπευθούν οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού παρελθόντος. Κατά τον Λιναρδάτο, τέσσερις αρχές ηθικής διάστασης πρέπει να αποτελούν το βάθρο μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας. Πρώτον, το μέτρο — δεν είναι τυχαίο, κυρίες και κύριοι, ότι είμαστε η μόνη χώρα στην οποία το ανακαλύψαμε ως αναγκαίο. Η μετριοπάθεια σε όλα. Δεύτερον, το κράτος δικαίου. Τρίτον, η ελευθερία. Μάλιστα παραθέτει μια εύστοχη ρήση του νομπελίστα Χάγιεκ: «Οφείλουμε την ελευθερία μας σε περιορισμούς της ελευθερίας». Και τέταρτον, ίσες ευκαιρίες, ίσα δικαιώματα για όλους. Με λίγα λόγια, μια καλή κοινωνία είναι η φιλελεύθερη κοινωνία που επιτρέπει στους πολίτες να βιώσουν την ευτυχία και την επιτυχία, όπως τις αντιλαμβάνεται ο καθένας. Δεύτερη παρατήρηση: Ο Νίκος Λιναρδάτος είχε συνδεθεί στενά με δύο από τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής μου. τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Παύλο Μπακογιάννη. Κι αυτό το καθιστά σαφές από τις πρώτες ακόμα σελίδες του βιβλίου του. Ο Νίκος υπήρξε φίλος και συνοδοιπόρος του Μητσοτάκη καθ’ όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Συνεργαζόταν ακόμα και την εποχή του κόμματος των Νεοφιλελευθέρων. Ήταν από τους λίγους ανθρώπους που είχε άμεση αντίληψη των δραστηριοτήτων και των σκέψεων του. Το κείμενο του με τίτλο «Ένας ηγέτης σε ειρήνη με τον εαυτό του» είναι βαθιά συγκινητικό και ακριβές. Το δημοσίευσε την επομένη του θανάτου του. Εκεί ο Νίκος γράφει ότι ο Μητσοτάκης είχε απόλυτα ειρηνική σχέση με τον εαυτό του, πράγμα που είναι δύσκολο για τόσο δραστήριους ανθρώπους. Επιτρέψτε μου να διαβάσω ένα σύντομο απόσπασμα: «Ο Μητσοτάκης έφυγε. Συνηθίζεται να λέγεται και να γράφεται σε παρόμοιες συνθήκες: Ο απελθών άφησε δυσαναπλήρωτο κενό. Ο Μητσοτάκης έφυγε. Και τώρα ομολογείται ότι είχε προβλέψει πολύ σωστά, είχε προσπαθήσει ως πρόεδρος της κυβερνήσεως να αποτρέψει την κρίση, προς την οποία η χώρα εβάδιζε αμέριμνα από τότε. Κρίση επιβιώσεως ή αφανισμού τού έθνους. Το μόνο που μπορώ μετά δακρύων να προσθέσω είναι: Τι κρίμα που το έθνος δεν ηθέλησε, δεν εμπόρεσε να επωφεληθεί της προσφοράς μιας από τις δύο καθαρότερες και πιο συγκροτημένες πολιτικές προσωπικότητες και διάνοιες της μεταπολεμικής Ελλάδος. Και τώρα: You will see him where there is no darkness». Καταλήγει ο Λιναρδάτος. Ακόμα, θυμάμαι τις ατέλειωτες ώρες που πέρασε με τον Μπακογιάννη, από το 1985 μέχρι το 1989. Διάβασμα, συζητήσεις επί συζητήσεων, εκατοντάδες σελίδες χαρτιού συνέθεταν το σκηνικό της συνύπαρξής τους. Αυτό είναι το ευγενικό κομμάτι. Η πραγματικότητα είναι ότι ο ένας ήταν ψύχραιμος και ο άλλος ήταν εκρηκτικός. Και γινόταν το έλα να δεις μεταξύ τους όταν διαφωνούσαν, και συνήθως διαφωνούσαν μέχρι να συμφωνήσουν. Τότε συνέγραφαν από κοινού το προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ήταν οι εμπνευστές μιας ιδέας που τότε φαινόταν απίθανο να υλοποιηθεί. Της ιδέας να λειτουργήσουν στην Ελλάδα μη κρατικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί. Τελικώς, το νομοσχέδιο που έμελλε να αλλάξει τον χάρτη των μέσων ενημέρωσης της χώρας, το κατέθεσε ο ίδιος ο Νίκος Λιναρδάτος, ως υφυπουργός Τύπου το 1989. Τρίτη και τελευταία παρατήρηση: Συμμερίζομαι την εκτίμηση που τρέφει ο συγγραφέας για τον “Τσιπροκαμμενισμό”, όπως εύγλωττα χαρακτηρίζει την παρούσα κυβέρνηση. Είναι εξαιρετικά εύστοχη η αναφορά του Νίκου στις προγραμματικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθώς τις παραλληλίζει με τη γνωστή ατάκα του Δον Φαμπρίτσιο στο μυθιστόρημα «Ο Γατόπαρδος»: «Όλα πρέπει να αλλάξουν για να μην αλλάξει τίποτα». Και όπως συμπληρώνει ο ίδιος ο Λιναρδάτος «για να μην αλλάξει τίποτα στο αποτυχημένο κοινωνικά και οικονομικά κρατικό-κορπορατικό-αναρχικό κατεστημένο, που οι υποστηρικτές του [Τσιπροκαμμενισμου] το κατακρίνουν ως νεοφιλελεύθερο». Κυρίες και κύριοι, Το βιβλίο του Νίκου επιβεβαιώνει αυτό που επί χρόνια γνωρίζαμε. ότι πρόκειται για ένα δυνατό, ανοιχτό μυαλό. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που ποτέ δεν έπαψε να βλέπει τα πράγματα με καθαρότητα και ψυχραιμία. Ο ίδιος γράφει ότι μέχρι σήμερα η καρδιά του έχει χτυπήσει τριάμισι δισεκατομμύρια φορές. Είμαι βεβαία ότι θα συνεχίσει για το καλό όλων μας. Διότι το ήθος και το μυαλό του Νίκου Λιναρδάτου μάς είναι απαραίτητα. Σας ευχαριστώ πολύ.

Αντώνης Παπαγιαννίδης
Να ομολογήσω ότι λυπάμαι που δεν μετέχω σ’ αυτό το πάνελ, όπως λένε οι Γάλλοι à part entière, δηλαδή με πλήρη δικαιώματα, αλλά απλώς ως συντονιστής. Επειδή, περισσότερο από δύο σημεία στα οποία στάθηκε, το ένα είναι και του κλειστού κύκλου, οι αναφορές στον Κωσταντίνο Μητσοτάκη και στον Παύλο Μπακογιάννη. Το δεύτερο ήταν τα ραδιοτηλεοπτικά . θα με είχαν βάλει να πω δύο λόγια. Οπότε αυτή ήταν η προσπάθεια παρουσίασης ενός βιβλίου – και ενός ανθρώπου στο φόντο. Αλλά και το ακαδημαϊκό δικό μου πολύ παλαιό παρελθόν και τα ήθη τα εκδοτικά, με κάνουν να στραφώ σε σας. Αν κάποιος από την ομήγυρη θα είχε να παρατηρήσει η να πει κάτι προτού παρακαλέσω την Κατερίνα Δασκαλάκη να πει τη δική της συμμετοχή.

Κατερίνα Δασκαλάκη:
Δεν ήταν στο πρόγραμμα να μιλήσω, ούτε θέλω να προσθέσω τίποτα. Ειπώθηκαν τα πάντα. Ίσως να πω πώς γεννήθηκε αυτό το βιβλίο. Γεννήθηκε γιατί ο Νίκος και η Μάρω, η Μάρω και ο Νίκος είναι πάρα πολλά χρόνια πολύ αγαπημένοι φίλοι. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο είναι ότι όσοι με ξέρουν, ξέρουν ότι το πάθος μου είναι το τυπωμένο χαρτί και οι άνθρωποι που γράφουν. Και επίσης πιστεύω ότι όταν γράφει κάποιος, όχι για να περνάει την ώρα του ή χάριν ημερολογίου και παιδιάς, είναι ένα βάρος ασήκωτο τα χειρόγραφα να μένουν κλεισμένα στο συρτάρι. Πάρα πολλά χρόνια τώρα, και από τον καιρό που ήμουν εκτός του πατρίου εδάφους, πολλά χρόνια περίμενα το φάκελο με τα χειρόγραφα του Νίκου που έρχονταν και τα διάβαζα . τα κρατούσα, του απαντούσα και γενικώς είχαμε έναν τέτοιο διάλογο. Αν έκανα κάτι είναι ότι προσπάθησα, με όσα μέσα πειθούς είχα, να τον πείσω τέλος πάντων να το εκδώσει αυτό το βιβλίο. Ειπώθηκαν πάρα πολλά. Σταματάω σε λέξεις όπως το ήθος, η γλώσσα. Με συγχωρείτε πάρα πολύ, έχω μεγάλη αδυναμία στην ελληνική γλώσσα, έχω μεγάλη αδυναμία στους ανθρώπους που ξέρουν ακόμα γράμματα. Λιγοστεύουν όσο πάει ο καιρός. Το ήθος, η γλώσσα, η καθαρή σκέψη, η παιδεία, η ευγένεια, είναι πράγματα που πηγάζουν απ’ αυτά τα κείμενα χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημεία στα οποία δεν ήμουνα σύμφωνη. Άλλωστε κάθε φορά το συζητούσαμε. Κι αν έχει αξία ένα τέτοιο βιβλίο, έχει αξία ίσως περισσότερο στα σημεία όπου μπορεί κανείς να διαφωνήσει, με την έννοια ότι μπορούν να προκαλέσουν έναν διάλογο, μια συζήτηση, μια ζωντάνια ακόμα μεγαλύτερη. Γιατί στο κάτω κάτω της γραφής αυτό είναι η Δημοκρατία. Αυτό θέλουμε να έχουμε και να υπηρετούμε, με νύχια και με δόντια . γιατί οι καιροί είναι πάρα πολύ δύσκολοι. Αυτό είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης. Τίποτα δεν έκανα, προσπάθησα απλώς να τον πείσω να τα εκδώσει. Και βρήκα ότι καλός εκδότης ήταν ο Αντώνης Παπαγιαννίδης και η Αριέτα Παπαγιαννίδη που δεν την αναφέραμε. Θέλω να τον ευχαριστήσω για την τιμή που μου έκανε να με κάνει κοινωνό των κειμένων του.

Αντώνης Παπαγιαννίδης
Επειδή προανήγγειλα μία παρέμβαση, παρακαλώ να λάβετε το λόγο.

Παρέμβαση:
Καλημέρα σας. Τα κείμενα του κυρίου Λιναρδάτου όχι μόνο διαβάζω, αλλά και εκτιμώ βαθύτατα, και τη γραφή του και την βαθύτατη παιδεία του. Όμως θα ήθελα να παρατηρήσω κάτι, το οποίον ελέχθη από τον πολύ αγαπημένο και εκλεκτό φίλο μου Τάσο Γιαννίτση. Αναφέρομαι στην έκθεση Πόρτερ. Έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλη κουβέντα για την εγκυρότητα και για την εκμετάλλευση ή μη της εκθέσεως αυτής. Ο Πόρτερ ήταν προσωπική επιλογή του προέδρου Τρούμαν, που τον έστειλε για να εξετάσει τα της Ελλάδος. Όμως κάπου αδικούμε τον πολιτικό κόσμο της εποχής εκείνης. Τι θέλω να πω; Ο πολιτικός κόσμος της εποχής εκείνης, αξιότιμοι κύριοι, είναι εκείνος ο οποίος έκανε τη μεγάλη υπέρβαση. Είναι εκείνος ο οποίος διατήρησε όρθιο το Κοινοβούλιο εν μέσω ανταρσίας. Είναι εκείνος ο πολιτικός κόσμος που, με όλα του τα ελαττώματα τα οποία περιγράφονται στην έκθεση Πόρτερ, δεν παύει από του να έδωσε ένα παράδειγμα εθνικής ομοψυχίας και συναινέσεως. Δηλαδή ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Γεώργος Παπανδρέου. Οι νεότεροι. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επετέλεσαν, κατά την ταπεινή άποψή μου, εθνικό έργο για να διατηρήσουν την Ελλάδα ελεύθερη.

Αντώνης Παπαγιαννίδης: Αντιλαμβάνομαι ότι φθάνουμε στο τέλος. Αν θα ήθελε ο συγγραφέας να κλείσει.

Νίκος Λιναρδάτος: Θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση για τα λεχθέντα περί του κυρίου Σημίτη. Η τοποθέτηση μου δεν είναι αρνητική για τον κ. Σημίτη. Η πρωθυπουργία του ήταν… χλιαρά θετική. Το κείμενο, το οποίο πράγματι είναι έντονα αντιΣημιτικό, δεν είναι αυτοτελές. Είναι η altera pars του βιβλίου που εκυκλοφόρησε τότε με τον τίτλο “Υπάρχει κρίση;”. Ένα βιβλίο προκλητικό. Και θετικά και αρνητικά. Προκλητικό θετικά, γιατί όλες οι παρατηρήσεις του για την αντιμετώπιση της κρίσεως είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θετικές. Αρνητικά, γιατί λέει μία κουβέντα μέσα, που προκάλεσε και την αντίδραση μου: Αυτοκριτική κάνουν όσοι έχουν λησμονηθεί και θέλουν να επανέλθουν στην κοινή γνώμη ως ζωντανά όντα. Έτσι έγραψα την αρνητική πλευρά του κυρίου Σημίτη. Πρέπει πάντα να εξετάζεται και με τη θετική πλευρά, την οποίαν αναφέρει και στο βιβλίο του, και να καταλήγει σε ένα συμπέρασμα. Oπως το εχαρακτήρισα πριν.

Αντώνης Παπαγιαννίδης: Εν αντιθέσει προς ό,τι μπορεί μερικοί από εσάς να απεκόμισαν, δεν έχουμε την παρουσίαση του Σημίτη σήμερα! Θα μου επιτρέψει όμως ο Λιναρδάτος να δανειστώ την εκπληκτική έκφραση «χλιαρά θετικό» για κάτι . δημοσιογράφοι είμαστε, όλο και μια ατάκα είναι χρήσιμη.
Σας ευχαριστούμε όλους.

Σημ: Όλα τα κείμενα που έχει γράψει, κατά καιρούς ο Νίκος Λιναρδάτος είναι επισκέψιμα εδώ